Εάν η χώρα μας παραμείνει πιστή στις δικές της δεσμεύσεις ως προς την ενεργειακή της πολιτική για τις επόμενες τρεις δεκαετίες, η επένδυση της ΔΕΗ στις δύο νέες λιγνιτικές μονάδες (Πτολεμαΐδα-5 και Μελίτη-2) αποδεικνύεται ζημιογόνα και με οικονομικούς όρους. Η ΔΕΗ κινδυνεύει μάλιστα να μην πετύχει καν απόσβεση των επενδύσεών της, σύμφωνα με νέα επιστημονική έκθεση του WWF Ελλάς.

Η Ελλάδα αποδεικνύεται για ακόμη μία φορά πρωτοπόρα στον αναχρονισμό και ταλαντούχα στις επενδύσεις με ζημία και όχι κέρδος. Συγκεκριμένα, στη μελέτη «Έκθεση οικονομικής βιωσιμότητας των νέων λιγνιτικών μονάδων» διερευνάται η λειτουργία της Πτολεμαΐδας-5 και Μελίτης-2 για έναν χρονικό ορίζοντα 30 ετών. Οι υπολογισμοί βασίζονται στην εξέλιξη του ηλεκτρικού συστήματος, όπως αυτή καταγράφεται στον Οδικό Χάρτη για το 2050 του ΥΠΕΚΑ – ο οποίος όμως έτσι κι αλλιώς υπολείπεται σημαντικά των στόχων της ΕΕ.

Προκύπτει λοιπόν ότι με την προβλεπόμενη διείσδυση των ΑΠΕ και την εφαρμογή των μέτρων ορθής διαχείρισης της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας (Οδικός Χάρτης για το 2050 – ΥΠΕΚΑ), ο βαθμός χρήσης των νέων λιγνιτικών μονάδων μειώνεται έως και στο 35% το 2050. Αποτέλεσμα; Οι επενδύσεις αυτές θα παρουσιάσουν σημαντικά μειωμένη οικονομική απόδοση, ενώ η Πτολεμαΐδα-5 ενδέχεται να εμφανίσει και αρνητικό εσωτερικό βαθμό απόδοσης της αρχικής επένδυσης, έως -5,4%. Πρακτικά, αυτό σημαίνει πως για κάθε 100 ευρώ επένδυσης, η ΔΕΗ θα παίρνει πίσω 94,6 ευρώ.

Η ΔΕΗ επιλέγει να επενδύσει σε 2 νέες λιγνιτικές μονάδες εν μέσω μιας ‘ενεργειακής επανάστασης’, όπου η αποκεντρωμένη ανάπτυξη ΑΠΕ υπόσχεται να μετατρέψει τις παραδοσιακές επιχειρήσεις ηλεκτρισμού σε δεινόσαυρους του ενεργειακού μας συστήματος. Ενδεικτικό είναι το πάγωμα των επενδύσεων σε ανθρακικούς σταθμούς στη Γερμανία, όπου από τα 39 έργα που είχαν ανακοινωθεί το 2007, 20 έχουν ήδη ακυρωθεί ενώ για άλλα 6 έχει ανασταλεί το επενδυτικό ενδιαφέρον.

«Αποτελεί ευθύνη της Πολιτείας η ακριβής και διαφανής προς την κοινωνία εκτίμηση του κόστους, αγοραίου και εξωτερικού, το οποίο καλείται να πληρώσει η χώρα και ιδιαίτερα η Δυτ. Μακεδονία, για την παροχή ενός κοινωνικού αγαθού, όπως η ηλεκτρική ενέργεια. Οφείλονται, επιπροσθέτως, εξηγήσεις και για τη διεκδίκηση οικονομικής βοήθειας από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, στόχος της οποίας είναι η εξυπηρέτηση των συμφερόντων των πολιτών της ΕΕ, την ίδια στιγμή που η ΔΕΗ αποσύρεται από την εμπλοκή της σε έργα καθαρής ενέργειας», σημειώνει ο Μιχάλης Προδρόμου, υπεύθυνος ενεργειακής πολιτικής του WWF Ελλάς.

Σημειώσεις προς συντάκτες

  • Μπορείτε να διαβάσετε τη λεπτομερή τεχνική έκθεση εδώ, καθώς και μία περίληψη εδώ.
  • Η μελέτη εξετάζει τη βιωσιμότητα της νέας λιγνιτικής μονάδας Πτολεμαΐδα-5, ισχύος 660MW, η οποία αναμένεται να τεθεί σε λειτουργία το 2020 και της Μελίτη-2, ισχύος 440MW και με εκτιμώμενη χρονολογία λειτουργίας το 2021. Η ανάλυση έγινε για χρονικό ορίζοντα οικονομικής αξιολόγησης τα 30 έτη και με βάση τα σενάρια εξέλιξης του Συστήματος Ηλεκτρισμού που έχει παρουσιάσει το ΥΠΕΚΑ στον Οδικό Ενεργειακό Χάρτη Πορείας για το 2050.
  • Με τη διαμόρφωση 4 διακριτών σεναρίων εξέλιξης του μοντέλου ηλεκτρισμού έως το 2050 προέκυψε η απόδοση των καθαρών (προ φόρων) επενδύσεων, υπό τη μορφή του εσωτερικού βαθμού απόδοσης. Τα αποτελέσματα φαίνονται συνοπτικά στον ακόλουθο πίνακα:
    Σενάρια Πτολεμαΐδα 5 Μελίτη 2
    Σενάριο 1 4,9% 10,0%
    Σενάριο 2 -5,4% 2,4%
    Σενάριο 3 1,1% 6,0%
    Σενάριο 4 6,75% 10,7%
  • Στην προσπάθεια προσομοίωσης με όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστικούς όρους έχουν γίνει συντηρητικές εκτιμήσεις και παραδοχές, οι οποίες ευνοούν τις οικονομικές επιδόσεις των δύο νέων μονάδων. Ως τέτοιες αναφέρονται οι σχετικά χαμηλές τιμές δικαιωμάτων CO2, οι χαμηλοί στόχοι μείωσης των εκπομπών, η απουσία φορολόγησης του λιγνίτη, οι ευνοϊκοί όροι χρηματοδότησης και επιτοκίου δανεισμού και η παράλειψη του επιπλέον κόστους από τις σβέσεις-εναύσεις των μονάδων.
  • Σημειώνεται πως στους υπολογισμούς της μελέτης δεν έχει ληφθεί υπόψη το εξωτερικό κόστος των λιγνιτικών δραστηριοτήτων, δηλαδή οι επιπτώσεις που δεν συνυπολογίζονται στο κόστος της επένδυσης, όπως η επιβάρυνση της υγείας των κατοίκων και η περιβαλλοντική υποβάθμιση. Ωστόσο, η μεταφορά των συμπερασμάτων σχετικής μελέτης της Ιατρικής Σχολής του Harvard στην περιοχή της Δυτ. Μακεδονίας, δείχνει πως το σωρευτικό κόστος  των τοπικών επιπτώσεων κατά τις περασμένες δεκαετίες στην περιοχή εκτιμάται στα 82,6 δις δολάρια.

Περισσότερες πληροφορίες:
Μιχάλης Προδρόμου, υπεύθυνος για θέματα ενέργειας και κλιματικής αλλαγής WWF Ελλάς, τηλ: 210 33 14 893, Αυτή η διεύθυνση Email προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.


Μοιράσου το με φίλους