ΒΙΩΣΙΜΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

1. Γνώση: Ολοκλήρωση των αναγκαίων γνωστικών υποβάθρων και εργαλείων λήψης αποφάσεων (δασικοί χάρτες, κτηματογράφηση, ελαιοκομικό, οικότοποι ποσειδωνίας, γεωργικές περιοχές υψηλής οικολογικής αξίας, κλπ) που είναι απαραίτητα για τον σχεδιασμό και την οργάνωση της πρωτογενούς παραγωγής.
2. Σχέδιο: Ολοκληρωμένος σχεδιασμός που θα πρέπει να στηρίζεται σε διακλαδικά τοπικά ή περιφερειακά αναπτυξιακά σχέδια και θα πρέπει οπωσδήποτε να εστιάζει σε:

  • Ορθολογική χωρική οργάνωση των δραστηριοτήτων, έτσι ώστε να εκτονωθούν οι πιέσεις στους τοπικούς πόρους, να αμβλυνθούν οι συγκρούσεις με τις τοπικές κοινωνίες ή άλλες οικονομικές χρήσεις και να επιτευχθεί ο συνδυασμός  πρωτογενών δραστηριοτήτων με τις ανάγκες διαχείρισης/προστασίας του φυσικού κεφαλαίου.
  • Ανάδειξη ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων, μέσα από την αξιοποίηση τοπικών φυλών και ποικιλιών στην παραγωγή και την προβολή των ιδιαίτερων γευστικών και περιβαλλοντικών χαρακτηριστικών τους, την τυποποίηση και σήμανση ιδιαίτερων τοπικών προϊόντων και  την ανάδειξη της μικρής κλίμακας ήπιας παραγωγής και των ιδιαίτερων περιβαλλοντικών, κοινωνικών και ποιοτικών χαρακτηριστικών της. 

3. Διαχείριση: Διαχείριση εισροών, υπολειμμάτων και λυμάτων/απορροών, ώστε να βελτιστοποιηθεί η ποιότητα των προϊόντων, να μειωθεί το κόστος παραγωγής και να δημιουργηθούν πρόσθετες πηγές εσόδων.
4. Ενισχυτές: Αναθεώρηση του συστήματος ενισχύσεων, έτσι ώστε αυτό να ενισχύει εκείνες τις διαδικασίες και περιοχές που προσδίδουν ένα ξεκάθαρο ανταγωνιστικό ή περιβαλλοντικό όφελος, και να αποθαρρύνεται η καιροσκοπική εμπλοκή με την παραγωγή. Παρότι η δομή του συστήματος ενισχύσεων είναι σε μεγάλο βαθμό παγιωμένη μέσω των «ιστορικών δεδομένων» η ΚΑΠ και τα μέτρα Αγροτικής Ανάπτυξης δίνουν τη δυνατότητα διαφοροποίησης της πολιτικής ενισχύσεων και της εφαρμογής της προς όφελος ενός βιώσιμου πρωτογενή τομέα.
5. Πιστοποίηση: Πιστοποίηση και σήμανση προϊόντων και παραγωγικών διαδικασιών. Η σήμανση και η πιστοποίηση προϊόντων αποτελεί διεθνώς ένα από τα βασικά εργαλεία κατοχύρωσης και προβολής των ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων, αλλά και της ιχνηλασιμότητας. Οι κυριότερες κατηγορίες πιστοποιήσεων, που πρέπει να τύχουν ευρείας προώθησης και εφαρμογής, είναι οι εξής:

  • Ολοκληρωμένη διαχείριση, η οποία πιστοποιεί την εφαρμογή ορθών παραγωγικών πρακτικών και συνοδεύουν το προϊόν σε όλη την αλυσίδα της μεταποίησης-εμπορίας. Η αειφορική δασική διαχείριση (FSC, PEFC) και η πιστοποίηση της βιώσιμης αλιείας (MSC) εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία, ενώ θα πρέπει να θεωρείται άμεση προτεραιότητα και η προσαρμογή και εφαρμογή σχετικών διεθνών προτύπων και για τις ιχθυοκαλλιέργειες.  
  • Βιολογική παραγωγή, η οποία πιστοποιεί την εφαρμογή προτύπων βιολογικών πρακτικών στην γεωργία, την κτηνοτροφία και τις ιχθυοκαλλιέργειες, αλλά και στην μεταποίηση των παραγόμενων προϊόντων. 
  • Συγκεκριμένες ειδικές σημάνσεις, οι οποίες μπορεί να αποδίδονται για να αναδείξουν συγκεκριμένα ποιοτικά, γευστικά, ή γεωγραφικά χαρακτηριστικά των προϊόντων, κεφαλαιοποιώντας  συγκεκριμένες προσλήψεις και/ή εξασφαλίζοντας την ικανοποίηση συγκεκριμένων προτιμήσεων των καταναλωτών. Είναι απαραίτητο να δοθεί έμφαση στην ανάπτυξη εθνικού συστήματος σήμανσης προϊόντων προστατευόμενων περιοχών.

6. Διασύνδεση: Διασύνδεση μεταξύ δραστηριοτήτων και τομέων. Είναι απαραίτητος ο σχεδιασμός συγκεκριμένων πολιτικών και η ανάληψη πρωτοβουλιών για την αποτελεσματική διασύνδεση μεταξύ των δραστηριοτήτων της υπαίθρου, έτσι ώστε να επιτευχθούν οικονομίες κλίμακας, να αυξηθεί η οικονομική και οικολογική βιωσιμότητα των εκμεταλλεύσεων, να αμβλυνθούν οι πιέσεις στους φυσικούς πόρους και να ενισχυθεί η εμπορευσιμότητα των προϊόντων. Συγκεκριμένα θα πρέπει να επιδιωχθούν:

  • Η πολλαπλή αξιοποίηση του χώρου και των πόρων, με μέτρα όπως ο συνδυασμός της κτηνοτροφίας και των δενδρωδών καλλιεργειών, η σημειακή ανάπτυξη εγκαταστάσεων ΑΠΕ σε αγρούς και αγροτικές εγκαταστάσεις με τρόπο που να μην αλλοιώνει τον χαρακτήρα τους και η καλά σχεδιασμένη βόσκηση σε δασικές περιοχές έτσι ώστε να εξυπηρετούνται οι σκοποί της δασοπονίας.
  • Η διασύνδεση μεταξύ διαφορετικών παραγωγικών τομέων, με αιχμή την αγροτική παραγωγή και τον τουρισμό και στόχο αφενός την αξιοποίηση των δραστηριοτήτων του τουρισμού (φιλοξενία, εστίαση) για την ανάδειξη των τοπικών προϊόντων και αφετέρου την δημιουργία τοπικών αλυσίδων εμπορίας μεταξύ παραγωγών και τουριστικών επιχειρήσεων. 
  • Η πολλαπλή αξιοποίηση υποδομών και εργασίας, με στόχο τη συστηματοποίηση και οργάνωση της πολυαπασχόλησης και τη δημιουργία εργασιακής και εισοδηματικής σταθερότητας,  ειδικά στις ομάδες που βασίζονται στην εποχική απασχόληση, και στις ευπαθείς ομάδες (νέοι, γυναίκες).

7. Κατάρτιση: Παρότι ο πρωτογενής τομέας παίζει έναν αδιαμφισβήτητα σημαντικό ρόλο στην εθνική οικονομία και την κοινωνία, το ανθρώπινο δυναμικό που απασχολείται σε αυτόν είναι εξαιρετικά αδύναμο. Προτείνονται παρεμβάσεις στα εξής τρία επίπεδα:

  • Ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού που εμπλέκεται στην παραγωγή, το οποίο σήμερα έχει ιδιαίτερα χαμηλή κατάρτιση, με αποτέλεσμα την αδυναμία ανάπτυξης αποτελεσματικών επιχειρηματικών σχεδίων, υιοθέτησης καλών πρακτικών και επίτευξης και διαχείρισης καλών ποιοτικών χαρακτηριστικών στα προϊόντα. Δεδομένης της εκτεταμένης εποχικής απασχόλησης προσωπικού άσχετου προς το αντικείμενο, η βασικότερη αναγκαία παρέμβαση βρίσκεται στην διαρκή συμβουλευτική και στην εποπτεία της παραγωγικής διαδικασίας.
  • Ενδυνάμωση των δομών λήψης αποφάσεων, μέσω της κατάρτισης στελεχών της διοίκησης, της ανάπτυξης τοπικών σχημάτων λήψης αποφάσεων και της δημιουργίας μίας ικανής κεντρικής δομής που να συγκεντρώνει την απαραίτητη εμπειρία και γνώση και να μπορεί να καθοδηγεί τις αποφάσεις και τις πρακτικές σε τοπικό επίπεδο.
  • Δημιουργία δομών συνεργασίας και συν-εκμετάλλευσης, μέσα από  την υποστήριξη ομάδων παραγωγών, ώστε να μπορούν να αναπτύξουν στρατηγικές και επιχειρηματικές πρακτικές, να δημιουργήσουν δίκτυα και διαδικασίες ανταλλαγής τεχνογνωσίας και να παράγουν ανταγωνιστικά προϊόντα. Επίσης, μέσα από την προώθηση μορφών συλλογικών εκμεταλλεύσεων, όπως τα κτηνοτροφικά πάρκα, οι συνεργατικές δραστηριότητες μεταποίησης και τυποποίησης, η ανάπτυξη συλλογικών υποδομών και δραστηριοτήτων για την επεξεργασία/αξιοποίηση των υπολειμμάτων/αποβλήτων της παραγωγής (π.χ. παραγωγή καυσίμων από γεωργικά υπολείμματα και επεξεργασία κατσίγαρου).

Ειδικές κατευθύνσεις: Δασοπονία

Η δασοπονία, ως «δραστηριότητα χώρου» έχει πολλαπλές διαστάσεις που σχετίζονται με την ανάπτυξη της υπαίθρου γενικότερα. Η δομή της διοίκησης επί των κρατικών και ιδιωτικών δασών και της δασοπονίας γενικότερα είναι πολύπλοκη και εμπλέκει πολλούς φορείς με διαφορετικές αντιλήψεις, συμφέροντα και δυνατότητες. Σήμερα που η κρίση έχει χτυπήσει το μεγαλύτερο μέρος των δραστηριοτήτων του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, η ανάπτυξη και η αξιοποίηση της πρωτογενούς παραγωγής προκύπτει ως σημαντική διέξοδος με σαφείς προοπτικές οικολογικής βιωσιμότητας και οικονομικής άνθησης. Η δασοπονία λοιπόν, ως οικονομική δραστηριότητα πρωτογενούς παραγωγής, θα μπορούσε να παίξει σημαντικό ρόλο μιας και εμπλέκει ή θα μπορούσε να εμπλέξει διαφορετικούς παραγωγικούς κλάδους στη διαχείριση της μισής περίπου έκτασης της ελληνικής επικράτειας (εκ της οποίας περίπου το 74% είναι δημόσια γη), προς όφελος τόσο της εθνικής οικονομίας, όσο και της προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος.
η ευκαιρία που προκύπτει από τον δασικό πλούτο της χώρας είναι διττή:

  • Οικολογική: η δασοπονία που ασκείται στη βάση των δασικών διαχειριστικών σχεδίων που έχουν εγκρίνει οι κατά τόπους δασικές αρχές καθαρίζει και αναζωογονεί το οικοσύστημα και, μέσω της παρουσίας ανθρώπων που ζουν από το δάσος, προσφέρει προφύλαξη από πυρκαγιές και άλλα περιβαλλοντικά εγκλήματα.
  • Οικονομική: Η δασοπονία ως οικονομική δραστηριότητα που έχει πολύ σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης για την παραγωγή εξαιρετικής ποιότητας προϊόντων και υπηρεσιών, που μπορούν να αποτελέσουν ισχυρό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα τού κλάδου στη σχετική διεθνή αγορά.

Βασική προϋπόθεση για την επίλυση των θεμάτων που αντιμετωπίζει η δασοπονία στη χώρα μας είναι κατ’ αρχήν η στρατηγική αντιμετώπισή της ως οικονομικής δραστηριότητας που προστατεύει τα δασικά οικοσυστήματα, αυτοχρηματοδοτεί τη δασική διαχείριση και συμβάλλει ουσιαστικά στο ΑΕΠ της χώρας και στη δημιουργία και διατήρηση πολύτιμων, παραγωγικών θέσεων εργασίας.

Μεταρρυθμίσεις για ζωντανή δασοπονία

Οι απαραίτητες θεσμικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις για την ανάπτυξη μιας οικολογικά και οικονομικά βιώσιμης δασοπονικής δραστηριότητας είναι οι εξής:

  • Ανανέωση των προδιαγραφών σύνταξης διαχειριστικών σχεδίων για δάση ξυλοπαραγωγικά και μη, που θα βασίζονται στη διαχειριστική προσέγγιση πολλαπλών σκοπών, με στόχο τον πραγματικό εκσυγχρονισμό και την προσαρμογή στις κοινωνικές συνθήκες και τις πραγματικές δυνατότητες και αξίες των δασικών οικοσυστημάτων.
  • Εφαρμογή των διαχειριστικών σχεδίων, με παράλληλη ενίσχυση των δασικών αρχών με τις απαραίτητες πιστώσεις και προσωπικό.
  • Ολοκληρωμένη οικονομική αποτίμηση των οικοσυστημικών υπηρεσιών (άυλα προϊόντα) που τα δάση προσφέρουν, ανάμεσά τους και η πραγματική σύνδεση με το σύστημα εμπορίας ρύπων. Η αποτίμηση πρέπει να περιλαμβάνεται στα δασικά διαχειριστικά σχέδια.
  • Συστηματική προώθηση μη ξυλωδών προϊόντων: οργάνωση και ενίσχυση παραγωγής με κατάλληλα κίνητρα για την προώθηση τους στην αγορά και με παράλληλη έμφαση και στην εμπορική εξωστρέφεια των προϊόντων αυτών σε αγορές του εξωτερικού.
  • Εκμηχάνιση των εργασιών μετατόπισης ξυλείας με μεθόδους (π.χ. χρήση συρματογερανών) που αποδεδειγμένα δεν θα προκαλούν προβλήματα στα δασικά οικοσυστήματα.
  • Βελτίωση του συστήματος καταγραφής αποτελεσμάτων διαχείρισης και παραγωγής σε περιφερειακό επίπεδο και εμπλουτισμός με οικονομικά στοιχεία και οικονομικούς δείκτες.
  • Ολοκλήρωση δασικών χαρτών και δασολογίου, ώστε να είναι σαφής η έκταση στην οποία μπορούν να ασκηθούν οι δασικές δραστηριότητες.
  • Σύνδεση της δασοπονίας με άλλους παραγωγικούς κλάδους (γεωργία, τουρισμός κ.ά.).
  • Σύνδεση του δευτερογενούς τομέα (ξυλοβιομηχανίες κλπ) με τη δασική διαχείριση μέσω της εμπλοκής του σε αυτήν, στη βάση εγκεκριμένου σχεδίου.
  • Κατάρτιση ετήσιου κλαδικού «καταλόγου» με όλα τα προϊόντα που προβλέπει η βιομηχανία ότι θα χρειαστεί, βάσει των σχετικών καταρτισμένων προϋπολογισμών (έσοδα, τύπος εσόδων ανά γραμμή παραγωγής κλπ) για την αποτελεσματική διασύνδεση των αναγκών της αγοράς και της πρωτογενούς παραγωγής.
  • Πιστοποίηση της αειφορικής δασικής διαχείρισης σε παραγωγικά δάση της χώρας και προώθηση των πιστοποιημένων δασικών προϊόντων στην αγορά.
  • Επανεξέταση και προώθηση, υπό προϋποθέσεις, των φυτειών αυτόχθονων ταχυαυξών και άλλων δασικών ειδών σε κατάλληλες για τον σκοπό αυτό γεωργικές γαίες (οριακές γαίες) με σκοπό την παραγωγή ξυλωδών και μη ξυλωδών προϊόντων.

Ειδικές κατευθύνσεις: Υδατοκαλλιέργειες

H παραγωγή οικολογικά βιώσιμων και διατροφικά  προϊόντων υδατοκαλλιέργειας πρέπει να αποτελέσει στόχο ενός συνολικού σχεδίου αναδιάρθρωσης τού πρωτογενούς τομέα, δεδομένου ειδικά ότι ο κλάδος χαρακτηρίζεται διαχρονικά από μία πολύ δυναμική εμπορική εξωστρέφεια με σημαντική εξαγωγική δραστηριότητα και προοπτική, αλλά συνδέεται στενά και με τους άλλους κλάδους.  
Σημαντικότερες προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει ο δυναμικός και εξωστρεφής κλάδος των υδατοκαλλιεργειών είναι

  • η έλλειψη πιστοποίησης ποιότητας σε προϊόντα και διαδικασίες παραγωγής,
  • ο ανταγωνισμός στη χρήση θάλασσας και αιγιαλού με άλλες σημαντικές οικονομικές δραστηριότητες (όπως ο τουρισμός)
  • οι επιπτώσεις στο θαλάσσιο περιβάλλον, τόσο από τη μη εφαρμογή των νομικών δεσμεύσεων, όσο και από τη χρήση ουσιών που προκαλούν ρύπανση ή/και ευτροφισμό.

 

Μεταρρυθμίσεις για βιώσιμη υδατοκαλλιέργεια

1. Χωροθέτηση: Ελάχιστη απόσταση από την ακτή κατά τουλάχιστον 1 ν.μ. και μεταξύ μονάδων κατά τουλάχιστον 500 μ., απαγόρευση χωροθέτησης μονάδων σε περιοχές με πεδία αναπαραγωγής και ενδιαίτησης ψαριών και νηπιοτροφεία (ήδη απαγορεύεται σε λιβάδια ποσειδωνίας και αλιευτικά πεδία). Απομάκρυνση των μεγάλων συγκεντρώσεων υδατοκαλλιεργειών από την ακτή και ειδικά από τους κλειστούς κόλπους και χωροθέτησή τους σε ανοιχτές θαλάσσιες περιοχές βάσει των τοπικών συνθηκών. Το μέτρο έχει ήδη εφαρμοστεί σε Κύπρο και Τουρκία για περιβαλλοντικούς λόγους, καθώς θεωρείται ότι προκαλεί τις λιγότερες επιπτώσεις στο περιβάλλον, αλλά και για οικονομικούς λόγους, δεδομένης της έντονης χρήσης της παραθαλάσσιας ζώνης.
2. Λειτουργία μονάδων: Έμφαση στη βιολογική και ολοκληρωμένη υδατοκαλλιέργεια και υποχρεωτική υδρανάπαυση.
3. Εισροές: Χρήση πιστοποιημένων τροφών και ανακύκλωση υπολειμμάτων, οικολογική διαχείριση νερού και αποβλήτων και ενεργειακή εξοικονόμηση.
4. Πιστοποίηση: Εφαρμογή προτύπων ολοκληρωμένης ή βιολογικής υδατοκαλλιέργειας και πιστοποίηση με βάση συστήματα πιστοποίησης υδατοκαλλιέργειας, όπως το Aquaculture Stewardship Council και το GlobalGAP.  
Δεδομένου ότι δεν υπάρχουν πρότυπα καλλιέργειας για τα μεσογειακά είδη που παράγονται στην Ελλάδα, προτείνεται η υιοθέτηση των παρακάτω πρακτικών, πέραν των υπαρχόντων συστημάτων πιστοποίησης:

  • Πλήρης διαφάνεια σχετικά με τα περιεχόμενα των τροφών που χρησιμοποιούνται.
  • Βιώσιμα συστατικά τροφής, είτε από ψάρια, είτε από φυτικά προϊόντα από αναγνωρισμένους φορείς πιστοποίησης όπως το International Fishmeal and Fish Oil Organisation.
  • Μέγιστη αξιοποίηση ιχθυοτροφών και ιχθυελαίων.
  • Παρεμπόδιση και πρόληψη διαφυγής ψαριών στο θαλάσσιο περιβάλλον και σχετικό σχέδιο διαχείρισης.
  • Σχέδιο διαχείρισης θεμάτων υγείας.
  • Σχέδιο διαχείρισης αποβλήτων.
  • Εφαρμογή κοινωνικών κριτηρίων (θέματα εργασίας και κατάρτισης).
  • Χωροθέτηση εκτός σημαντικών περιοχών για τη θαλάσσια βιοποικιλότητα.

Με δεδομένη τη φθίνουσα βιομηχανική δραστηριότητα των τελευταίων δεκαετιών, η κρίση πρέπει να αντιμετωπιστεί ως η ελληνική ευκαιρία για το σχεδιασμό ενός οράματος και μιας εθνικής στρατηγικής και πολιτικής για την τόνωση της μεταποιητικής δραστηριότητας και διαμόρφωση συνθηκών:

  • Αυτονομίας: Μείωσης της εξάρτησης από πρώτες ύλες και τα ορυκτά καύσιμα, μέσα από την ανακύκλωση, την επαναχρησιμοποίηση, καθώς και αξιοποίηση πρώτων αλλά και ενδιάμεσων υλών.
  • Καινοτομίας: Προώθησης της εφαρμοσμένης έρευνας και ανάπτυξης (R&D) της καινοτομίας και της παραγωγής προϊόντων υψηλής ποιοτικής ανταγωνιστικότητας.
  • Ασφάλειας: Διαχείρισης και αντιμετώπισης του θεσμικού και νομικού κινδύνου που πηγάζει από περιβαλλοντικές παραβάσεις που επισύρουν σοβαρές κυρώσεις.
  • Καθαρότητας: Μείωσης των εκπομπών ρύπων και εν γένει του περιβαλλοντικού αποτυπώματος.
  • Εξοικονόμησης: Εξοικονόμησης, επαναχρησιμοποίησης, αποδοτικότερης χρήσης φυσικών πόρων.
  • Σταθερότητας: Αύξησης της ανθεκτικότητας της πραγματικής οικονομίας στις απρόβλεπτες διακυμάνσεις των πρώτων υλών στις διεθνείς αγορές.

Στην έννοια της «πράσινης» ή περιβαλλοντικά βιώσιμης βιομηχανίας περιλαμβάνονται όλες εκείνες οι βιομηχανικές και παραγωγικές δραστηριότητες που υποκαθιστούν τα ορυκτά καύσιμα, κυρίως τον άνθρακα και το πετρέλαιο, με ανανεώσιμες ή ηπιότερες πηγές ενέργειας, καθώς και επιχειρηματικές δραστηριότητες παραγωγής προϊόντων χαμηλού οικολογικού αποτυπώματος. Για την Ελλάδα σημαντικό πεδίο ανάπτυξης οικολογικά βιώσιμης επιχειρηματικότητας υπάρχει, μεταξύ άλλων, στους τομείς της διατροφής, της ενέργειας, των οικολογικών χημικών (απορρυπαντικά, χρώματα, κλπ), της βιώσιμης διαχείρισης αποβλήτων και της παραγωγής δομικών υλικών. Σημαντικό επίσης κενό που πρέπει να καλυφθεί και να συνδεθεί με την παραγωγή υπάρχει στον τομέα της έρευνας για καινοτόμες μεθόδους και προϊόντα χαμηλού οικολογικού αποτυπώματος και υψηλής προστιθέμενης αξίας.

Μεταρρυθμίσεις για ζωντανή και βιώσιμη βιομηχανία

1. Καλή χωροθέτηση: Είναι πλέον απαραίτητο να καταργηθεί η πρόβλεψη για εκτός σχεδίου χωροθέτηση μεταποιητικών μονάδων. Ένα βήμα προς τη σταδιακή κατάργηση είναι η απαγόρευση των παρεκκλίσεων, που ήδη ισχύει. Δεδομένου όμως ότι από τον πολεοδομικό σχεδιασμό υπάρχουν ήδη περίπου 450 θεσμοθετημένες περιοχές βιομηχανικών χρήσεων και 48 επιχειρηματικά πάρκα, τα οποία όμως είναι ελάχιστα αξιοποιημένα, σίγουρα υφίστανται πλέον όλες οι προϋποθέσεις για πλήρη κατάργηση της πρόβλεψης για εκτός σχεδίου χωροθέτηση νέων εγκαταστάσεων.
2. Κίνητρα: Δεδομένου ότι η μετεγκατάσταση υφιστάμενων επιχειρήσεων σε οργανωμένες περιοχές για τη βιομηχανία αποτελεί χρηματοδοτική προτεραιότητα για τη νέα προγραμματική περίοδο και καλύπτεται από κοινοτική συγχρηματοδότηση, πολιτική έμφαση πρέπει να δοθεί στον προσανατολισμό της κρατικής επενδυτικής πολιτικής προς την κατεύθυνση αυτή.
3. Έλεγχος: Είναι απολύτως απαραίτητο να ενταθούν οι έλεγχοι της λειτουργίας όλων των βιομηχανικών εγκαταστάσεων, κυρίως στις άτυπες βιομηχανικές και στις εκτός σχεδίου περιοχές. Ειδικά καθώς είναι γνωστό ότι πολλές μονάδες δεν διαθέτουν τις απαραίτητες υποδομές περιβαλλοντικής διαχείρισης, ιδίως όσον αφορά τη διάθεση των αποβλήτων και τις εκπομπές, η ανάγκη για εντατικούς ελέγχους, με στόχο τη συμμόρφωση και την περιβαλλοντική αποκατάσταση είναι επιτακτική. Με τον τρόπο αυτό εμμέσως ενισχύεται και η ελκυστικότητα των οργανωμένων υποδοχέων που διαθέτουν ολοκληρωμένες υποδομές και πληρούν τις προδιαγραφές των βέλτιστων διαθέσιμων πρακτικών.
4. Καλές πρακτικές: Δεδομένου ότι τα υφιστάμενα διοικητικά συστήματα επικεντρώνονται σε κατασταλτικά μέσα συμμόρφωσης με τη νομοθεσία, είναι απαραίτητη η συμπλήρωση του επιθυμητού ισχυρού και αποτελεσματικού ελεγκτικού μηχανισμού με ένα πλαίσιο προληπτικής συμμόρφωσης και βελτίωσης των περιβαλλοντικών επιδόσεων των επιχειρήσεων.
5. Διαφάνεια: Η πλήρης διαφάνεια και δημόσια λογοδοσία αποτελεί απαραίτητη συνθήκη για τις επιχειρήσεις που αποτελούν μέρος μιας ζωντανής και βιώσιμης οικονομίας. Η διάθεση προς κάθε ενδιαφερόμενο των περιβαλλοντικών δεδομένων και τακτικών απολογιστικών εκθέσεων για τις επιδόσεις με βάση συγκεκριμένους δείκτες, αλλά και για τα περιθώρια βελτίωσης.

Από τους σημαντικότερους κλάδους της ελληνικής  οικονομίας, ο τουρισμός παράγει περίπου το 16% του ΑΕΠ ετησίως. Τα σχετικά με τον τουρισμό μεγέθη των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών παρουσιάζουν εντυπωσιακή άνοδο. Οι αφίξεις αλλοδαπών τουριστών από 462.857  που ήταν το 1961 έφθασαν τα 14.918.177 το 2002, δηλαδή οι αφίξεις ξένων τουριστών τριακονταπλασιάστηκαν, ενώ το 2007 ο αριθμός των αλλοδαπών τουριστών έφθασε τα 18.754.593. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τουρισμού, η Ελλάδα καταλαμβάνει την 15η θέση παγκοσμίως ως χώρα υποδοχής τουριστών.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το περιβάλλον φαίνεται πως αποτελεί τον κυριότερο παράγοντα επιλογής προορισμού. Για την Ελλάδα λοιπόν το φυσικό περιβάλλον θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται ως το κατ’ εξοχήν τουριστικό προϊόν, που προφανώς χρήζει προστασίας και βιώσιμης διαχείρισης.

Η εικόνα του ελληνικού τουρισμού συνοψίζεται ως εξής:

  • Μαζικός τουρισμός, που κινείται κυρίως μέσω tour operators.
  • Τουρισμός των τριών «S»: sea, sun, sand.
  • Έντονη εποχικότητα και συγκέντρωση στις παραθαλάσσιες και νησιωτικές περιοχές της χώρας.
  • Σημαντικό, αλλά ανυπολόγιστο οικολογικό αποτύπωμα.
  • Προβληματική σχέση κόστους / ποιότητας υπηρεσιών.

Σήμερα, το ελληνικό μοντέλο τουριστικής ανάπτυξης βρίσκεται σε κρίση. Ο τουρισμός των 3S έγινε δημοφιλής σε όλο και περισσότερους πολίτες, και δεδομένης της αύξησης της καταναλωτικής τους ικανότητας, γνώρισε άνθιση. Η μαζική τουριστική προσφορά αναπτύσσεται με ταχείς ρυθμούς προκειμένου να ικανοποιήσει τη συνεχώς αυξανόμενη τουριστική ζήτηση. Αποτέλεσμα είναι η ραγδαία ανάπτυξη συγκεκριμένων τουριστικών προορισμών, οι ρυθμοί της οποίας όμως σε κάποιο στάδιο αρχίζουν να επιβραδύνονται. Η Ελλάδα είναι μία χώρα υποδοχής τουριστών που γνωρίζει την παρακμή του μοντέλου των 3S και του προτύπου “sun lust” και θα έπρεπε να προσανατολίζεται εδώ και χρόνια σε μία μετατροπή, διαφοροποίηση και εμπλουτισμό του τουριστικού της προϊόντος.

Κατευθύνσεις για ζωντανό και βιώσιμο τουριστικό κλάδο

Ο τουρισμός στην Ελλάδα πρέπει να επιτυγχάνει το μέγιστο δυνατό οικονομικό όφελος σε συνδυασμό με το μέγιστο δυνατό βαθμό προστασίας και αξιοποίησης του φυσικού κεφαλαίου της χώρας, της πολιτιστικής κληρονομιάς και του τοπίου που αποτελούν και τα βασικά κεφάλαια του ελληνικού τουρισμού.
Συγκεκριμένα, ο βιώσιμος τουρισμός πρέπει να:

  • Αποτελεί δυναμικό κομμάτι της ελληνικής οικονομίας, χωρίς να υποβαθμίζει το κεφάλαιο στο οποίο βασίζεται, δηλαδή την ελληνική φυσική και πολιτιστική κληρονομιά.
  • Τηρεί τους όρους βιωσιμότητας που ορίζει το Global Sustainable Tourism Council.
  • Λαμβάνει μέτρα για την ελαχιστοποίηση του οικολογικού αποτυπώματος.
  • Συμβάλλει στην προστασία του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος.
  • Τονώνει την τοπική οικονομία και κοινωνία.
  • Αξιοποιεί τις βέλτιστες πρακτικές που εφαρμόζονται στον χώρο του βιώσιμου τουρισμού διεθνώς (συμπεριλαμβανομένων των πρακτικών τήρησης της φέρουσας ικανότητας των προορισμών και διαχείρισης των επισκεπτών) και να προάγει καινοτόμες λύσεις που αρμόζουν στη χώρα μας.
  • Πλαισιώνεται από παράλληλες πολιτικές ανάπτυξης της ελληνικής υπαίθρου και από στρατηγικό όραμα για κάθε περιφέρεια, βάσει θεματικών ενοτήτων, ώστε να αποφεύγεται η τουριστική μονοκαλλιέργεια που καθιστά τους προορισμούς ευάλωτους στην εποχικότητα και τις διακυμάνσεις της ζήτησης.
  • Ενισχύεται στο πλαίσιο μιας εθνικής αλλά και τοπικής στρατηγικής ενίσχυσης του θεματικού τουρισμού χαμηλού περιβαλλοντικού αποτυπώματος (π.χ. ιστιοπλοϊκός τουρισμός, αγροτουρισμός, νοσηλευτικός και συνεδριακός τουρισμός, καθώς και τουρισμός αναψυχής).
  • Υποστηρίζεται από καθεστώς ενίσχυσης για επενδύσεις που πληρούν κριτήρια περιβαλλοντικής βιωσιμότητας, αλλά και κριτήρια αισθητικής, ανάδειξης πολιτισμικής και φυσικής κληρονομιάς, προσωπικής συμμετοχής του επενδυτή στην επιχείρηση, δραστηριοποίησης σε παραδοσιακούς οικισμούς, πιστοποίηση περιβαλλοντικής διαχείρισης.
  • Αναπτύσσεται βάσει μελετών για τη φέρουσα ικανότητα κάθε περιοχής, καθώς και της κοινωνίας, οικονομίας και για την ποιότητα της προσφερόμενης εμπειρίας και υπηρεσίας στους επισκέπτες. Τέτοιες μελέτες πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά και συνολικά υπόψη στον σχεδιασμό της τουριστικής ανάπτυξης (στις επενδύσεις, τις αδειοδοτήσεις, στη δημιουργία κινήτρων για επιχειρηματική δραστηριότητα, στην αξιοποίηση ευρωπαϊκών κονδυλίων για τοπική ανάπτυξη, στο marketing του τουριστικού προϊόντος κλπ.). Επιπλέον, μια μελέτη της φέρουσας ικανότητας πρέπει να αποτυπώνεται στον χωροταξικό σχεδιασμό, που είναι και το βασικό μέσο οργάνωσης των δραστηριοτήτων στον χώρο. Χωρίς σαφές σχέδιο, χρήσεις γης, χωροταξία και πολεοδομία, καταλήγουμε σε άναρχη τουριστική ανάπτυξη χωρίς δίκτυα, υποδομές, και αρχιτεκτονική καλαισθησία.

Για την αποτροπή των χειρότερων επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, στόχος του WWF διεθνώς είναι ο περιορισμός των παγκόσμιων εκπομπών κατά 40% έως το 2020 και κατά 95% έως το 2050, με όχημα τον μηδενισμό των εκπομπών από την ηλεκτροπαραγωγή. Η πορεία για την εκπλήρωση του στόχου καταγράφεται στην έκθεση «Energy report: 100% renewable energy by 2050»1 ενώ, συγκεκριμένα για την Ελλάδα, το WWF Ελλάς έχει δώσει στη δημοσιότητα τη μελέτη «Όραμα βιωσιμότητας για την Ελλάδα το 2050»2, με την οποία αποδεικνύει πως είναι δυνατή η μείωση των εκπομπών στην ηλεκτροπαραγωγή κατά 93% έως το 2050.

Τα τελευταία χρόνια, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, οι πολιτικές για καθαρή ενέργεια έχουν κατηγορηθεί σαν αιτία για τις αυξήσεις στα τιμολόγια ηλεκτρικού ρεύματος. Η αλήθεια βεβαίως πολύ απέχει από τους ισχυρισμούς αυτούς. Το WWF Ελλάς έχει εκδώσει σειρά από ανακοινώσεις, παρεμβάσεις και προτάσεις για την κατάρριψη αυτών των αποπροσανατολιστικών μύθων. Στην παρούσα πρόταση  για τη «Ζωντανή ελληνική οικονομία», περιλαμβάνεται ειδική ενότητα που αποδομεί αυτούς τους μύθους.

Τα σοβαρότερα προβλήματα που εμφανίζει η ανάπτυξη των ΑΠΕ στη χώρα μας έχουν επισημανθεί από το WWF Ελλάς σε κεντρικό κείμενο πολιτικής3 και είναι η ανερμάτιστη κεντρική πολιτική, οι προβληματικές πρακτικές επενδυτών και διοίκησης, με κύριο στοιχείο την παραγνώριση των οικολογικών αξιών περιοχών, και  η κοινωνική απαξίωση των ΑΠΕ που συνοδεύεται τόσο από προσχηματικές ενστάσεις γύρω από τα έργα όσο και από βάσιμους περιβαλλοντικούς και κοινωνικούς προβληματισμούς.

 Κατευθύνσεις για καθαρή ενέργεια

1. Ανανεώσιμες Πήγες Ενέργειας: Αυξημένη συμμετοχή ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα και διατήρηση των μονάδων ορυκτών καυσίμων ως ψυχρών εφεδρειών. Η κάλυψη του συνόλου των αναγκών της χώρας από καθαρές μορφές ενέργειας, πέρα από τα προφανή περιβαλλοντικά οφέλη, θα συμβάλει στην αποκέντρωση και διασπορά των πηγών ενέργειας, καθώς και στην εθνική ενεργειακή ασφάλεια και αυτονομία. Έμφαση πρέπει επίσης να δοθεί στην προώθηση όλων των σχετικών τεχνολογιών, ιδιαίτερα όσων προσφέρουν κάλυψη φορτίων βάσης, και στην ανάπτυξη σχημάτων με τη συμμετοχή πολιτών.
2. Εξοικονόμηση: Περιορισμός ενεργειακών απαιτήσεων και αύξηση της αποδοτικότητας, η οποία, εκτός των άλλων, μειώνει και το κόστος εφαρμογής των υπόλοιπων μέτρων της καθαρής ενέργειας. Έμφαση πρέπει να δοθεί σε τομείς με μεγάλες δυνατότητες βελτίωσης ή από όσους προκύπτουν ωφέλειες για όλη την κοινωνία (π.χ. κτίρια). Η προώθηση αυτού του άξονα προϋποθέτει την αναγνώριση της προστιθέμενης αξίας των μέτρων εξοικονόμησης, ενώ μελλοντικά απαιτείται η μετατόπιση του ενδιαφέροντος προς την εκτίμηση της αποδοτικής χρήσης φυσικών πόρων εκτός της ενέργειας.
3. Εξηλεκτρισμός: Επέκταση της ηλεκτρικής ενέργειας σε άλλες τελικές ενεργειακές χρήσεις. Η παράλληλη εφαρμογή μέτρων ενεργειακής αποδοτικότητας θεωρείται βέβαιο ότι θα μετριάσει τις συνέπειες που θα προκύψουν από την αύξηση στις χρήσεις ηλεκτρισμού στα φορτία αιχμής.
4. Αποθήκευση: Ανάπτυξη μέσων αποθήκευσης ενέργειας σε κτιριακές εγκαταστάσεις, οχήματα, συστήματα θέρμανσης, και σε μεγαλύτερη κλίμακα, και υποστήριξη με κίνητρα.
5. Διαχείριση: Προώθηση μηχανισμών ευελιξίας και διαχείρισης της ζήτησης. Στόχος είναι η μετατόπιση της ζήτησης σε ώρες διαθεσιμότητας ενέργειας από ΑΠΕ και ταυτόχρονης μείωσης των φορτίων αιχμής. Με κατάλληλη διαμόρφωση των τιμολογίων ενέργειας είναι δυνατή η διαμόρφωση των προτύπων κατανάλωσης.     
6. Υποδομές: Ο στόχος για 100% καθαρή ενέργεια προϋποθέτει τον εκσυγχρονισμό των δικτύων. Εδώ πρέπει να τονιστεί η ανάγκη για διατήρηση από το κράτος τού κεντρικού διαχειριστικού και εποπτικού ρόλου τού συστήματος ενέργειας, ώστε να εξασφαλισθεί η απαραίτητη συνεκτική και συνεργιστική προσέγγιση στην ανάπτυξη δικτύων και υποδομών.

2WWF Ελλάς, «Λύσεις για την κλιματική αλλαγή: όραμα βιωσιμότητας για την Ελλάδα του 2050», Αθήνα, Οκτώβριος 2008. Διαθέσιμο από: http://climate.wwf.gr/images/pdf/epistimoniki_ekthesi_wwf_low.pdf

3WWF Ελλάς (2013), Κεντρικό κείμενο πολιτικής για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, Αθήνα: Ιανουάριος 2013. Διαθέσιμο από: http://www.wwf.gr/images/pdfs/Renewables-position-paper-January-2013.pdf

Ο χρηματοπιστωτικός κλάδος διαδραματίζει κομβικό ρόλο στη συνολική οικονομική λειτουργία και ευρωστία, εφόσον αποτελεί το κυκλοφορικό σύστημα των σύγχρονων οικονομιών και καθορίζει σε πολύ μεγάλο βαθμό τον όγκο των αποταμιεύσεων των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών καθώς και την επενδυτική και πιστοδοτική τους ανακατεύθυνση.

Η αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών εξωτερικοτήτων χρήζει των εξής απαραίτητων προσεγγίσεων και ενδεικτικών μέτρων εκ μέρους των θεσμικών επενδυτών:

Περιβαλλοντική ενσωμάτωση στον χρηματοπιστωτικό τομέα

Κεντρικές κατευθύνσεις για τη μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος του χρηματοπιστωτικού τομέα και τη στροφή του προς την πιστοδότηση οικολογικά και κοινωνικά βιώσιμων επενδυτικών σχεδίων είναι οι εξής:

  • Εκτίμηση της περιβαλλοντικής διάστασης και της εξάρτησης των επενδύσεων από το φυσικό κεφάλαιο.
  • Δημιουργία κοινών πλατφορμών διαβούλευσης, συνεργασίας και συνεργιών με σκοπό τη διαπραγμάτευση των σημαντικών θεμάτων που αφορούν στις δημόσιες επενδύσεις.
  • Συνεργασία με τις πολιτικές ηγεσίες και τις ρυθμιστικές και κανονιστικές αρχές για την προώθηση πολιτικών που θα ευνοήσουν την εσωτερίκευση του επενδυτικού περιβαλλοντικού κόστους και θα εγκαθιδρύσουν ένα σαφές πλαίσιο βιώσιμων επενδύσεων.
  • Δημιουργία ενός ικανού εποπτικού και απολογιστικού μηχανισμού σε σχέση με το πώς οι επενδυτές αντιμετωπίζουν τους περιβαλλοντικούς κινδύνους στους οποίους υπόκεινται τα χαρτοφυλάκια τους.
  • Συμπερίληψη παραμέτρων του περιβαλλοντικού κόστους στα μεθοδολογικά εργαλεία των οίκων αξιολόγησης (rating agencies) και των οργανισμών χρηματοοικονομικής ανάλυσης.
  • Ενεργή υποστήριξη της έρευνας γύρω από τις διασυνδέσεις μεταξύ εταιρικών εξωτερικοτήτων, οικοσυστημικών αγαθών και υπηρεσιών, εταιρικού χρηματοοικονομικού ρίσκου και των επενδυτικών αποδόσεων.

Στην Ελλάδα θα είχε κομβική σημασία η δημιουργία ενός μηχανισμού επενδυτικής σύμπραξης (fund), αποτελούμενου από εθνικά, ευρωπαϊκά και ιδιωτικά κεφάλαια, με στόχο τη συγκέντρωση πόρων για τη χρηματοδότηση περιβαλλοντικής έρευνας και καινοτομίας, την υλοποίηση μικρών και μεγάλων έργων περιβαλλοντικής προστασίας και την ενίσχυση της βιώσιμης επιχειρηματικότητας δίνοντας πάντα έμφαση στους κλάδους της ελληνικής οικονομίας με σαφές ανταγωνιστικό-συγκριτικό πλεονέκτημα.
Σε μεσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα, το WWF Ελλάς καλεί για ουσιαστικό επαναπροσδιορισμό του χρηματοπιστωτικού μοντέλου της χώρας, με απώτερο σκοπό τον συγκερασμό της περιβαλλοντικής, κοινωνικής και της οικονομικής βιωσιμότητας του κλάδου. 
Η ενίσχυση του εποπτικού και ρυθμιστικού ρόλου της Τράπεζας της Ελλάδος και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, με σκοπό τη διάχυση της περιβαλλοντικά βιώσιμης τραπεζικής αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του οράματος για μια ζωντανή οικονομία. Επίσης απαραίτητη είναι η κατάργηση των κρατικών επιδοτήσεων προς ρυπογόνες δραστηριότητες με ταυτόχρονη παροχή κινήτρων για φιλοπεριβαλλοντικές πρακτικές στους  κομβικούς οικονομικούς κλάδους της χώρας (ενέργεια, πρωτογενής παραγωγή, τουρισμός) αλλά και για τη δημιουργία νέων, καινοτόμων κλάδων που θα έχουν ως επιχειρηματικό μοντέλο την προστασία του περιβάλλοντος και τη βιώσιμη διανομή του παραγόμενου προϊόντος.  


Μοιράσου το με φίλους