Η ΔΕΗ έχει τα πρωτεία στις 30 πιο ρυπογόνες επιχειρήσεις της Ευρώπης
Δευτέρα, 03 Οκτωβρίου 2005
{mosimage} Γκλαντ/Αθήνα, 4-10-2005: Ύστερα από ένα καλοκαίρι με έντονα καιρικά φαινόμενα που σχετίζονται με αλλαγές στο κλίμα του πλανήτη όπως οι πλημμύρες, οι ξηρασίες και οι καύσωνες, μια νέα έρευνα της διεθνούς περιβαλλοντικής οργάνωσης WWF κατονομάζει τις πιο ρυπογόνες μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη.
Η έκθεση ‘Dirty Thirty’ ("Oι 30 βρώμικοι") αξιολογεί τα λιγότερο αποδοτικά από τα μεγαλύτερα εργοστάσια που εκπέμπουν διοξείδιο του άνθρακα (CO2) καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι τα 27 από τα 30 πιο ‘βρώμικα’ κάνουν χρήση λιγνίτη. Την πρώτη θέση μάλιστα κατέχει το εργοστάσιο της ΔΕΗ στον Άγιο Δημήτριο Κοζάνης, ενώ ακολουθούν μια μονάδα στο Φίρμερσντορφ της Γερμανίας και μια στο Αμπόνιο της Ισπανίας. Την τέταρτη θέση κατέχει και πάλι η ΔΕΗ, και συγκεκριμένα η μονάδα της στην Καρδιά Κοζάνης.
Η διεθνής περιβαλλοντική οργάνωση ανέλυσε τις απόλυτες εκπομπές CO2 των ηλεκτρικών μονάδων στην Ευρώπη των 25 (σε εκατομμύρια τόνους CO2 ανά έτος) και αξιολόγησε τις 30 πρώτες ανάλογα με το επίπεδο αποδοτικότητάς τους (γραμμάρια CO2 ανά κιλοβατώρα). Τα περισσότερα εργοστάσια βρίσκονται στη Γερμανία (9), ενώ ακολουθούν η Πολωνία (5), η Ιταλία, Ισπανία και το Ηνωμένο Βασίλειο (4).
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, οι εκπομπές CO2 στην ατμόσφαιρα είναι η βασική αιτία για την υπερθέρμανση του πλανήτη και τις ολέθριες επιπτώσεις της στους ανθρώπους και τη φύση. «Ο τομέας της ενέργειας ευθύνεται για το 37% όλων των ανθρωπογενών εκπομπών CO2 », υποστηρίζει η Ιμόγκεν Ζετχόφεν, Υπεύθυνη της διεθνούς εκστρατείας του WWF ‘PowerSwitch!. «Τα εργοστάσια που λειτουργούν με λιγνίτη είναι αυτά που επιβαρύνουν περισσότερο., και σχετίζονται με τις μεγαλύτερες εκπομπές CO2. «Για να σταματήσουμε την υπερθέρμανση πρέπει να αντικαταστήσουμε τον λιγνίτη με καθαρές εναλλακτικές λύσεις, όπως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας».
Η Γερμανία εμφανίζεται σε ιδιαίτερα δεινή θέση σύμφωνα με την έρευνα. Φιλοξενεί τις πέντε από τις δέκα πιο ρυπογόνες μονάδες, και οι τέσσερις από αυτές ανήκουν στο γερμανικό κολοσσό ηλεκτρικής ενέργειας RWE, που είναι συγχρόνως και ο μεγαλύτερος παραγωγός CO2 στον τομέα ενέργειας στην Ευρώπη. Από την έκθεση φαίνεται επίσης, ότι 6 επιχειρήσεις ηλεκτρισμού είναι υπεύθυνες για 19 από τις 30 πιο «βρώμικες» μονάδες που μελετήθηκαν: RWE (Γερμανία), Vattenfall (Σουηδία), Enel (Ιταλία), Endesa (Ισπανία), Ε.ΟΝ (Γερμανία) και EDF (Γαλλία).
Στα επόμενα 20 χρόνια πολλές από τις πιο ρυπογόνες μονάδες στην Ευρώπη θα τεθούν εκτός λειτουργίας – μια μοναδική ευκαιρία για να μειωθούν οι εκπομπές CO2 . Τα σενάρια που αναλύει η έρευνα δείχνουν ότι η μετάβαση στη χρήση υψηλής αποδοτικότητας φυσικού αερίου θα μειώσει τις εκπομπές κατά 47,8% μέχρι το 2030. Στην περίπτωση της αντικατάστασης των παλιών με νέες μονάδες λιγνίτη, η μείωση των εκπομπών θα είναι μόλις κατά 13,5%, πολύ μακριά από τις δραστικές μειώσεις που χρειάζονται. Αντίθετα, η αντικατάστασή τους με μονάδες ανανεώσιμων πηγών ενέργειας θα επιφέρει δραστική μείωση εκπομπών κατά 73,4%.
«Ένα σημαντικό βήμα για τη μείωση των εκπομπών CO2 είναι το Ευρωπαϊκό Σχέδιο Εμπορίας Εκπομπών Ρύπων (European Emission Trading Scheme). To WWF ζητά τα όρια εκπομπών ρύπων να γίνουν πιο αυστηρά στη δεύτερη φάση και να δοθούν ξεκάθαρα κίνητρα για επενδύσεις σε αιολική, ηλιακή και υδροηλεκτρική ενέργεια. Μόνο ισχυρά μέτρα περιορισμού των εκπομπών θα αναγκάσουν τις αρχές να αντικαταστήσουν τις ρυπογόνες μονάδες με φυσικό αέριο ή ανανεώσιμες πηγές ενέργειας».
Δείτε το χάρτη των πιο ρυπογόνων ευρωπαϊκών μονάδων παραγωγής ενέργειας: http://clients.getunik.net/wwf_powerSwitchMap/index.cfm
Περισσότερες πληροφορίες:
Θεοδότα Νάντσου, Συντονίστρια Δράσεων Πολιτικής, WWF Ελλάς, Αυτή η διεύθυνση Email προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε., +30 697 707 53 45
Για φωτογραφικό & τηλεοπτικό υλικό:
Μαρίτα Παντέρη, Υπεύθυνη Επικοινωνίας, WWF Ελλάς, Αυτή η διεύθυνση Email προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε., +30 210 331 48 93