Η επεισοδιακή διαδρομή για τη διαμόρφωση ενός πλαισίου ευρωπαϊκής  ενεργειακής και κλιματικής πολιτικής για το 2030 που ξεκίνησε την άνοιξη του 2013, έφτασε στο αποκορύφωμά της στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 23 Οκτωβρίου στις Βρυξέλλες. Οι αρχηγοί κρατών, μετά από πυρετώδεις διαβουλεύσεις και κάτω από ασφυκτικές και ετερόκλητες πιέσεις, τελικά συμφώνησαν σε ένα αναιμικό κλιματικό και ενεργειακό πακέτο που περιλαμβάνει μείωση τουλάχιστον 40% στις εκπομπές αερίων φαινομένου του θερμοκηπίου, συμμετοχή των ΑΠΕ στην τελική κατανάλωση ενέργειας κατά τουλάχιστον 27%, και τουλάχιστον 27% εξοικονόμηση ενέργειας, καθώς και μια σειρά άλλων σχετικών μέτρων πολιτικής. 

Οι στόχοι αυτοί είναι καταφανώς ανεπαρκείς να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την κλιματική αλλαγή και να αξιοποιήσουν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Ευρωπαϊκής οικονομίας στους τομείς της εξοικονόμησης ενέργειας και των ΑΠΕ. Καθώς η Ευρώπη δείχνει να απεμπολεί τον ηγετικό της ρόλο στην παγκόσμια κλιματική πολιτική και τις καθαρές τεχνολογίες, οι εκπρόσωποι της απολιθωμένης οικονομίας που βασίζεται στα ρυπογόνα ορυκτά καύσιμα θα πρέπει να αισθάνονται πιο ανακουφισμένοι μετά από την απόφαση αυτή. Οι αρχηγοί κρατών σίγουρα απέτυχαν να θέσουν ως πρώτη τους προτεραιότητα τα οφέλη που θα προέκυπταν για τους Ευρωπαίους πολίτες και τις μελλοντικές γενιές από πιο φιλόδοξους στόχους.  

Τελικά η αλματώδης πρόοδος της καθαρής τεχνολογίας σε συνδυασμό με πρωτοβουλίες σε επίπεδο πολιτών ίσως να αποδειχθούν στο μέλλον η διέξοδος απέναντι στην ατολμία και τον καταστροφικό συντηρητισμό των σημερινών Ευρωπαίων ηγετών.        

Η στάση της Ελλάδας

Αντιπροσωπευτική των πιέσεων που δέχτηκε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ήταν η απόφαση για την εξοικονόμηση ενέργειας. Οι επικεφαλής των κυβερνήσεων υιοθέτησαν τελικά έναν «ενδεικτικό στόχο για τουλάχιστον 27%» που είναι εξαιρετικά χαμηλότερος των δυνατοτήτων της Ευρώπης, αλλά συμφώνησαν να τον επανεξετάσουν ως το 2020, «έχοντας κατά νου έναν στόχο 30% σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης». Σημαντικό ρόλο στο να γείρουν οι ισορροπίες προς αυτά τα συντηρητικά επίπεδα και να υιοθετηθεί αυτή η μπερδεμένη διατύπωση, σίγουρα έπαιξε και η απογοητευτική αλλαγή στάσης της Ελλάδας. Η εξοικονόμηση ενέργειας αποτέλεσε επικοινωνιακή (δυστυχώς μόνο) «σημαία» του ΥΠΕΚΑ καθώς ο υπουργός ΠΕΚΑ είχε επανειλημμένα δημοσίως δεσμευτεί για έναν στόχο ενεργειακής εξοικονόμησης 30% ως το 2030. Τον Ιούνιο του 2014 μάλιστα και στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων για το κλιματικό και ενεργειακό πακέτο του 2030, είχε πάει ένα βήμα πιο πέρα, συνυπογράφοντας την πρωτοβουλία της Δανίας για δεσμευτικό (και όχι ενδεικτικό) στόχο, πράγμα για το οποίο το WWF Ελλάς τον είχε δημοσίως συγχαρεί. Παρόλα αυτά τις μέρες πριν το κρίσιμο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Οκτωβρίου η Ελλάδα τελικά αποδέχτηκε τον αναιμικό στόχο του 27% ενώ δεν πρότεινε καμία απολύτως αλλαγή γύρω από τον δεσμευτικό χαρακτήρα του, ο οποίος τελικά κατέληξε να είναι ενδεικτικός.  

Την ίδια διγλωσσία επέδειξε η Ελλάδα και γύρω από τις ΑΠΕ: Δηλώσεις για στόχο 30% εντός Ελλάδας, αλλά εκτός Ελλάδας, υιοθέτηση του business as usual 27% στο κείμενο της τελικής απόφασης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, γεγονός για το οποίο μας είχε προϊδεάσει ο υπουργός Εξωτερικών αντιπροσωπεύοντας την Ελλάδα στην Παγκόσμια Συνδιάσκεψη για το κλίμα στη Νέα Υόρκη τον προηγούμενο μήνα. Στη Νέα Υόρκη βέβαια ο στόχος εξοικονόμησης έστεκε ακόμα στο 30% πριν η Ελλάδα τον αναθεωρήσει επισήμως και πάλι στο 27%, στο κείμενο των συμπερασμάτων του Συμβουλίου, εκεί που τελικά μετρά.  

Μετά από αυτές τις αλλεπάλληλες αλλαγές θέσεων, η μόνη σωτηρία για την αξιοπιστία της ελληνικής κυβέρνησης είναι η θέσπιση φιλόδοξων εθνικών στόχων για τις ΑΠΕ και την εξοικονόμηση ενέργειας το 2030 που να είναι τουλάχιστον συμβατοί με τις διακηρύξεις και τις δημόσιες δεσμεύσεις του υΠΕΚΑ κατά τη διάρκεια των προηγούμενων μηνών. Ο πολυαναμενόμενος εθνικός ενεργειακός σχεδιασμός για το 2030 αποτελεί την φυσική ευκαιρία για κάτι τέτοιο. 

Για τι τελικά πάλεψε η Ελλάδα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Οκτωβρίου αν όχι για Εξοικονόμηση Ενέργειας και ΑΠΕ; Πρώτον και κύριο για επιπλέον δικαιώματα εκπομπών CO2 σε χώρες όπως η Ελλάδα με χαμηλότερο του μέσου όρου ΑΕΠ. Σε αυτόν τον τομέα η πολιτική του ΥΠΕΚΑ είναι αταλάντευτη. Η τωρινή στάση βαδίζει στα χνάρια της παλιότερης ελληνικής απόπειρας για παράκαμψη στην ουσία της απόφασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για backloading, την αναβολή δηλαδή δημοπράτησης 900 εκ δικαιωμάτων εκπομπών με στόχο να ενισχυθεί η τιμή του CO2 που είχε κατρακυλήσει σε τραγικά χαμηλά επίπεδα, ανίκανα να πιέσουν για οποιαδήποτε αλλαγή προς την κατεύθυνση μιας οικονομίας χαμηλού άνθρακα. Ευτυχώς και τότε και τώρα η πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης έπεσε στο κενό. 

Η Ελλάδα επιχείρησε επίσης να αναβαθμίσει, στο κείμενο των συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, τη σημασία των «εγχώριων ενεργειακών πηγών» για την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης. Τελικά οι υπόλοιποι αρχηγοί κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης μάλλον αναγκάστηκαν να προσγειώσουν την υπέρμετρη αισιοδοξία του πρωθυπουργού και του υΠΕΚΑ για την έρευνα και αξιοποίηση των εγχώριων υδρογονανθράκων, τονίζοντας στην ίδια πρόταση των συμπερασμάτων τη σημασία της «αξιοποίησης ασφαλών και βιώσιμων τεχνολογιών χαμηλού άνθρακα».  

Επόμενα βήματα

Οι επόμενοι μήνες θα είναι καθοριστικοί για την αποφυγή των χειρότερων επιπτώσεων της απόφασης αυτής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, η οποία ευτυχώς αφήνει κάποια στενά περιθώρια αισιοδοξίας για ενδεχόμενες βελτιώσεις:

  • Παρά τον χαμηλό στόχο μείωσης αερίων φαινομένου του θερμοκηπίου, η ευελιξία που προσφέρει το «τουλάχιστον» 40% μπορεί να αποδειχθεί σωτήρια για τις κρίσιμες διαπραγματεύσεις για το κλίμα που θα προηγηθούν της Παγκόσμιας Συνδιάσκεψης για το Κλίμα στο Παρίσι το 2015. 
  • Το κείμενο των συμπερασμάτων δεν αποκλείει τις επεμβάσεις στο προβληματικό Ευρωπαϊκό Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών πριν το 2021 ώστε να απομακρυνθεί το «τοξικό» πλεόνασμα δικαιωμάτων που εμποδίζει τον μηχανισμό να δώσει ένα καθαρότερο σήμα εκσυγχρονισμού και επενδύσεων των μεγάλων ρυπαντών προς καθαρότερες τεχνολογίες. Το νεοσύστατο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πρέπει να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση ζητώντας την τροποποίηση του σχεδίου που πρότεινε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Ιανουάριο για την λειτουργία αποθεματικού για τη σταθερότητα της αγοράς του ΕΣΕΔΕ (Market Stability Reserve)
  • Η εμπλοκή της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων στη διαχείριση των κονδυλίων που αντιστοιχούν στο 2% των δικαιωμάτων εκπομπών για ενεργειακά έργα σε χώρες με χαμηλό κατά κεφαλήν ΑΕΠ, αν και νεφελώδης, εντούτοις δημιουργεί συγκρατημένη αισιοδοξία για την επιλογή των έργων, δεδομένης της δέσμευσης της ΕΤΕπ για μη χρηματοδότηση ρυπογόνων ανθρακικών μονάδων. 
  • Παρά τη business as usual προσέγγιση σε ό,τι αφορά τον στόχο 27% για τις ΑΠΕ, η απόφαση επιτρέπει στα κράτη μέλη να θέσουν σαφώς πιο φιλόδοξους στόχους αν το επιθυμούν, ενώ έργα ΑΠΕ θα εξακολουθήσουν να λαμβάνουν χρηματοδότηση και από τον ενισχυμένο με επιπλέον δικαιώματα μηχανισμό NER400 (κονδύλια που θα προκύπτουν από δημοπράτηση 400 εκ. δικαιώματα εκπομπών).  
  • Το σύστημα διακυβέρνησης (governance), παρότι εξακολουθεί να παραμένει ανησυχητικά θολό, δυνητικά θα μπορούσε να εξελιχθεί σε ένα δυνατό εργαλείο τόσο για την παρακολούθηση της πορείας επίτευξης στόχων σε επίπεδο των κρατών μελών όσο κυρίως για την ενίσχυσης των πολιτών στις προσπάθειές τους να εξασφαλίσουν φθηνή και καθαρή ενέργεια.  

Μοιράσου το με φίλους