Πέμπτη, 14 Ιανουαρίου 2016
Λίγο πριν μπει το νέο έτος, στις 30/12, δημοσιεύτηκε η Υπουργική Απόφαση (ΥΑ) για την «Υπηρεσία Διακοπτόμενου Φορτίου», δηλαδή τη δυνατότητα διακοπής της ηλεκτροδότησης των ενεργοβόρων βιομηχανιών σε περιόδους αιχμής, με αντάλλαγμα μια αντίστοιχη οικονομική αποζημίωση.
© A. Bonetti
Σύμφωνα με το σκεπτικό της ΥΑ η δυνατότητα αυτή ενεργοποιείται από τον Διαχειριστή του Συστήματος, όταν η διαθέσιμη ηλεκτροπαραγωγική ισχύς δεν επαρκεί για την κάλυψη, με ασφάλεια, της απαιτούμενης ζήτησης. Με απλά λόγια, όταν ο Διαχειριστής εκτιμά πως υπάρχουν προβλήματα ευστάθειας του Συστήματος. Η αποζημίωση των καταναλωτών που θα δεχθούν να περιορίζουν την κατανάλωση τους θα προέλθει από εισφορές των παραγωγών ενέργειας, ιδιαίτερα δε όσων θεωρούνται υπαίτιοι για την αστάθεια του Συστήματος. Έτσι, οι παραγωγοί ενέργειας από φωτοβολταϊκά (ΦΒ) θα πληρώσουν τη μερίδα του λέοντος, δηλαδή 67% της συνολικής αποζημίωσης, ενώ οι αμέσως επόμενοι μεγαλύτεροι ‘χορηγοί’ του μέτρου είναι οι παραγωγοί ενέργειας από αιολικά. Σημειώνεται πως η παραγωγή από ΑΠΕ είναι αυτή που, μαζί με την οικονομική ύφεση, έχουν οδηγήσει σύμφωνα με τον ΑΔΜΗΕ σε μείωση των αιχμών ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας.
Ως οι άμεσα θιγόμενοι από το μέτρο αυτό, οι παραγωγοί ενέργειας από ΦΒ υπολόγισαν για τα τρία περασμένα έτη την ωριαία διαθέσιμη παραγωγική ισχύ του Συστήματος σε σχέση με τη ζήτηση, για να καταλήξουν σε αυτό που όλοι γνώριζαν ήδη: για καμία ώρα του έτους, από το 2013 ως το 2015 δεν υπήρξε πρόβλημα αστάθειας του Συστήματος. Ανά πάσα στιγμή υπήρχε επιπλέον, από την απαιτούμενη, διαθέσιμη ισχύς 1.500MW – απλουστευτικά, και οι πέντε μονάδες του Αγ. Δημητρίου ήταν αχρείαστες!
Πρωτάκουστο; Ασφαλώς, όχι. Ο Λειτουργός της Αγοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας μας ενημέρωσε το 2013 πως η εγκατεστημένη ισχύς είναι διπλάσια της ετήσιας μέγιστης ζήτησης, η διαβόητη τρόικα μας το επισήμανε ξανά το 2014, και για να μην υπάρχει καμία αμφιβολία ο ίδιος ο Υπουργός Ενέργειας και Περιβάλλοντος τόνισε το πρόβλημα υπερεπάρκειας ισχύος στις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης- μόλις τρείς μήνες πριν την τωρινή απόφαση του για να επιλύσει το πρόβλημα έλλειψης ισχύος!
Τι εξυπηρετεί τελικά η διακοψιμότητα; Είναι, απλούστατα, ένα εργαλείο για παροχή φτηνής ενέργειας στη βιομηχανία, είχε ομολογήσει ο πρώτος εμπνευστής του μέτρου, ο τότε Υπουργός Γ. Μανιάτης. Μάλιστα, το μέτρο προτάθηκε από τη σημερινή ελληνική κυβέρνηση κατά τη διάρκεια των περσινών διαπραγματεύσεων με τους δανειστές ως αντιστάθμισμα στην απαίτηση των τελευταίων να καταργηθεί η έκπτωση 20% που παρείχε η ΔΕΗ στις βιομηχανίες. Η ΔΕΗ συμμορφώθηκε, κατάργησε την έκπτωση 20% και την ίδια μέρα ανακοίνωσε νέες εκπτώσεις ως 15%- μένει βέβαια να φανεί εάν η πλευρά των δανειστών θα τις αποδεχθεί, καθώς και πάλι οι εκπτώσεις αποφασίστηκαν με πολιτικά κριτήρια από το Ελληνικό Δημόσιο. Σημειώνεται πως η κυβέρνηση, από τη θέση της αντιπολίτευσης, είχε εναντιωθεί στο μέτρο της διακοψιμότητας το 2013 καθώς έκρινε πως «δεν έχει γίνει ουσιαστική αντιμετώπιση και εξοικονόμηση ενέργειας με τη διείσδυση νέων τεχνολογιών και εκσυγχρονισμό των ενεργοβόρων βιομηχανιών».
Η ελληνική βιομηχανία τυγχάνει διαχρονικά ειδικής μεταχείρισης, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους καταναλωτές ενέργειας. Πάγωμα των τιμολογίων της ΔΕΗ κατά την τετραετία 2008-2012, αντιστάθμιση του αυξημένου κόστους ενέργειας λόγω συμμετοχής των ελληνικών εταιρειών παραγωγής ενέργειας στο σύστημα εμπορίας ρύπων, μειωμένη επιβάρυνση από το τέλος ΕΤΜΕΑΡ, εκπτώσεις στην τιμή φυσικού αερίου κλπ. Οι εκπρόσωποι των βιομηχανιών, όμως, νιώθουν αδικημένοι και ζητούν επιπλέον μέτρα ενίσχυσης.
Γίνεται σαφές πως το μέτρο της διακοψιμότητας είναι τόσο περιττό όσο και άδικο εις βάρος των παραγωγών ΑΠΕ. Εάν η ελληνική πολιτεία θέλει να στηρίξει την εθνική βιομηχανία, και είναι χρέος της να το κάνει, πρέπει να το κάνει με όρους. Όπως θα ήταν μια ρήτρα για διατήρηση ή αύξηση θέσεων εργασίας, ή η αξιοποίηση της οικονομικής ενίσχυσης που λαμβάνουν οι βιομηχανικές μονάδες για λήψη μέτρων ενεργειακής απόδοσης (η ελληνική βιομηχανία έχει σημειώσει τη μεγαλύτερη αύξηση της ενεργειακής της έντασης σε όλη την ΕΕ από το 2005).