Τετάρτη, 21 Ιανουαρίου 2015
Σε λίγες μέρες έχουμε εκλογές. Δυστυχώς ελάχιστη συζήτηση έχει γίνει για ζητήματα με ισχυρό περιβαλλοντικό πρόσημο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το θέμα της χρήσης λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή, παρά το ότι το ανθρώπινο και περιβαλλοντικό κόστος του είναι και μεγάλο και γνωστό. Η έλλειψη αναλυτικών τοποθετήσεων γύρω από αυτό το θέμα γίνεται ακόμα πιο αισθητή αν σκεφτεί κανείς ότι εντός 2015 σχεδιάζεται να ξεκινήσει η κατασκευή της νέας γιγάντιας μονάδας της ΔΕΗ, Πτολεμαΐδα V που θα λειτουργήσει από το 2020 ως τουλάχιστον το 2050.
Το τελευταίο σχετικό στίγμα του πολιτικού κόσμου στη συζήτηση και ψηφοφορία για τη μικρή ΔΕΗ τον περασμένο Ιούλιο, δεν ήταν ενθαρρυντικό. Εκεί, μέσα σε ένα κλίμα πόλωσης γύρω από το ιδιοκτησιακό καθεστώς της ΔΕΗ διαπιστώθηκε τελικά διακομματική συναίνεση υπέρ της διαιώνισης του λιγνιτικού μοντέλου. Γιατί όμως;
Τα επιχειρήματα υπέρ του λιγνίτη είναι συνήθως οι θέσεις εργασίας που προσφέρει η αξιοποίησή του αλλά κυρίως το γεγονός ότι το κόστος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας είναι χαμηλότερο από τις άλλες επιλογές (φυσικό αέριο και ΑΠΕ). Με βάση αυτό το σκεπτικό αποφασίστηκε πριν αρκετά χρόνια η κατασκευή 2 νέων λιγνιτικών μονάδων στη Δυτική Μακεδονία, της Πτολεμαΐδας V στον νομό Κοζάνης και της Μελίτης II, στον νομό Φλώρινας. Ειδικά αυτή την περίοδο της πρωτόγνωρης οικονομικής κρίσης, η αναγκαιότητα αξιοποίησης του «φθηνού» λιγνίτη προσεγγίζεται από την πλειοψηφία του πολιτικού κόσμου ως θέσφατο ή, στην καλύτερη περίπτωση, ως αναγκαίο κακό. Μοιραία, και στη συνείδηση της πλειοψηφίας των πολιτών ο λιγνίτης εξακολουθεί να θεωρείται ενεργειακός μονόδρομος.
Φυσικά η παραπάνω επιχειρηματολογία αγνοεί το τεράστιο εξωτερικό κόστος του λιγνίτη, τις δαπάνες δηλαδή που δεν καταλήγουν απευθείας στον λογαριασμό της ΔΕΗ αλλά παρόλα αυτά τις πληρώνουμε (κόστος για τη δημόσια υγεία, κόστος κατασπατάλησης φυσικών πόρων όπως το νερό, κόστος περιβαλλοντικής αποκατάστασης, κόστος μετεγκατάστασης πληθυσμών από τα λιγνιτικά χωριά κλπ).
Όμως υπάρχουν και πολύ πρόσφατες εξελίξεις που επίσης απουσιάζουν από τη συλλογιστική των υποστηρικτών του λιγνίτη. Τον τελευταίο 1.5 χρόνο έχουν συντελεστεί συγκλονιστικές αλλαγές στη διεθνή κλιματική και ενεργειακή πολιτική που θα έχουν καταλυτική επίδραση στην οικονομική βιωσιμότητα λιγνιτικών μονάδων και στην Ελλάδα. Η απόφαση του Μπαράκ Ομπάμα να βάλει πλαφόν στις εκπομπές CO2 που παράγονται από υφιστάμενες ανθρακικές μονάδες στις ΗΠΑ, ήταν ιδιαίτερα σημαντική δεδομένου ότι οι ΗΠΑ μέχρι πρότινος κρατούσαν αρνητική στάση στις διεθνείς διαπραγματεύσεις για το κλίμα. Παράλληλα, ο πρόεδρος των ΗΠΑ ξεκίνησε διεθνή εκστρατεία περιορισμού της χρηματοδότησης νέων ανθρακικών μονάδων, η οποία γνώρισε μεγάλη επιτυχία καθώς πλήθος χωρών υιοθέτησαν αντίστοιχες δεσμεύσεις. Ίσως η πιο καθοριστική συνεισφορά ήταν η συμφωνία των ΗΠΑ με την Κίνα, τον μεγαλύτερο ρυπαντή στον πλανήτη, για μέτρα περιορισμού των εκπομπών CO2 και από τις 2 χώρες, τον περασμένο Νοέμβριο. Σε αυτό το διεθνές πολιτικό σκηνικό έρχεται να προστεθεί η τελευταία απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Οκτωβρίου 2014 για περιορισμό κατά τουλάχιστον 40% των εκπομπών CO2 στην Ευρώπη ως το 2030.
Ο χρηματοπιστωτικός τομέας δεν θα μπορούσε να παραμείνει ανεπηρέαστος. Το ένα μετά το άλλο τα διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα θέτουν αυστηρούς περιορισμούς στα όρια εκπομπών προκειμένου να χρηματοδοτήσουν την κατασκευή νέων ανθρακικών μονάδων, όρια που στην πράξη αποκλείουν τον λιγνίτη. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα αρχικά σχέδια της ΔΕΗ για συνεισφορά της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων στη χρηματοδότηση της νέας λιγνιτικής μονάδας Πτολεμαΐδα V ματαιώθηκαν μετά την απόφαση της ΕΤΕπ να θέσει ως όριο τα 550 Κg CO2/MWh, καθώς η Πτολεμαΐδα V θα εκπέμπει περίπου το διπλάσιο. Ακόμα όμως και ο γερμανικός χρηματοπιστωτικός οργανισμός της KfW που είναι και ο μόνος ο οποίος στηρίζει την κατασκευή της Πτολεμαΐδας V δέχεται τελευταία ασφυκτικές πιέσεις από μέλη της γερμανικής κυβέρνησης να αλλάξει πολιτική χρηματοδότησης για νέες ανθρακικές μονάδες σε τρίτες χώρες.
Σε αυτά πρέπει να συνυπολογίσει κανείς μια όχι ιδιαίτερα γνωστή αλλά σημαντική διαδικασία που συντελείται στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής πολιτικής περιορισμού των ρύπων από ανθρακικές μονάδες: τη λεγόμενη διαδικασία της «Σεβίλλης», σύμφωνα με την οποία, ανά τακτά χρονικά διαστήματα αναθεωρούνται οι «βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές» (ΒΔΤ) και τα αντίστοιχα όρια εκπομπών διοξειδίου του θείου, οξειδίων του αζώτου και σωματιδίων, που σχετίζονται με αυτές. Οι ΒΔΤ - σύμφωνα με την ευρωπαϊκή νομοθεσία - αποτελούν τη βάση για τον καθορισμό των όρων αδειοδότησης μιας λιγνιτικής μονάδας. Μέσα στο 2015 θα ολοκληρωθεί η αναθεώρηση που βρίσκεται σε εξέλιξη και η οποία θα πρέπει να εφαρμοστεί ως το 2019. Αυστηρότερα όρια εκπομπών όμως σημαίνουν και νέα έξοδα για την εγκατάσταση πιο αποτελεσματικής αντιρρυπαντικής τεχνολογίας, γεγονός που θα επηρεάσει οικονομικά και την Πτολεμαΐδα V, οι προδιαγραφές της οποίας βρίσκονται ακριβώς στο άνω όριο εκπομπών NOx, SO2 και σωματιδίων των υπό αναθεώρηση ΒΔΤ.
Μια άλλη θεμελιώδης παράμετρος είναι η εξέλιξη των τιμών του άνθρακα στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΕΣΕΔΕ). Σύμφωνα ακόμα και με μετριοπαθείς εκτιμήσεις, η τιμή του δικαιώματος αναμένεται να εξελιχθεί ανοδικά την περίοδο 2020-2050, φτάνοντας ενδεχομένως ως και τα 310 ευρώ ανά τόνο το 2050, ενώ για το 2030 υπάρχουν πολλές εκτιμήσεις για τιμές άνω των 30 ευρώ ανά τόνο. Δεδομένου ότι σήμερα η τιμή του δικαιώματος κυμαίνεται στα 6 ευρώ /τόνο, μια τέτοια εξέλιξη από μόνη της μπορεί να καταστήσει την Πτολεμαΐδα V μη οικονομικά βιώσιμη. Υπάρχουν υπολογιστικές εκτιμήσεις της ίδιας της ΔΕΗ που παρουσιάστηκαν σε πρόσφατη ημερίδα για τη μεταλιγνιτική περίοδο, σύμφωνα με τις οποίες όταν το κόστος άνθρακα ξεπεράσει τα 30 €/τόνο, το φυσικό αέριο καθίσταται πιο συμφέρον από τον λιγνίτη της Πτολεμαΐδας V.
Η οικονομική βιωσιμότητα της Πτολεμαΐδας V απειλείται όμως και από την καθαρή ενέργεια, καθώς μεγαλύτερη διείσδυση των ΑΠΕ περιορίζει τις ώρες λειτουργίας συμβατικών μονάδων. Αυτή η διείσδυση - χρόνο με τον χρόνο - θα εξαρτάται όλο και λιγότερο από την πολιτική βούληση της εκάστοτε κυβέρνησης να στηρίξει τις ΑΠΕ μέσω του συστήματος εγγυημένων τιμών. Το θεσμικό πλαίσιο για την αυτοπαραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκά με συμψηφισμό (net metering) που μόλις θεσπίστηκε, σε συνδυασμό με τη δραματική πτώση των τιμών των φωτοβολταϊκών τα τελευταία χρόνια, είναι σε θέση να περιορίσουν κατά πολύ την ανάγκη παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από κεντρικές συμβατικές μονάδες, όπως η Πτολεμαΐδα V. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Μετά την πτώση των τιμών των φωτοβολταϊκών πάνελς κατά 85% τα τελευταία 7 χρόνια, βρισκόμαστε στο ξεκίνημα μιας νέας τεχνολογικής επανάστασης, αυτής των μπαταριών αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας. Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της UBS, το κόστος μπαταριών ιόντων λιθίου εκτιμάται ότι θα πέσει από 360$/KWh σήμερα, σε 200 $/KWh το 2020 και σε 100 $/KWh το 2025. Παρόμοιες προβλέψεις κάνουν και άλλα ερευνητικά ινστιτούτα. Αν αυτές επαληθευτούν, τότε τα αυτόνομα φωτοβολταϊκά συστήματα θα γίνουν ευθέως ανταγωνιστικά με την ηλεκτρική ενέργεια του δικτύου, ίσως κιόλας από τα πρώτα χρόνια λειτουργίας της Πτολεμαΐδας V, πολλώ δε μάλλον για ολόκληρη την περίοδο 2020-2050, κατά την οποία προβλέπεται να λειτουργήσει η νέα λιγνιτική μονάδα.
Γίνεται λοιπόν όλο και πιο φανερό ότι οι ίδιοι οι πολίτες θα είναι σε θέση να παράγουν την ηλεκτρική ενέργεια που χρειάζονται και θα εξαρτώνται όλο και λιγότερο από γιγαντιαίες συμβατικές μονάδες ηλεκτροπαραγωγής, όπως η Πτολεμαΐδα V. Η αποκεντρωμένη παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας είναι το μέλλον.
Την παραπάνω νέα πραγματικότητα δείχνουν να αντιλαμβάνονται πλέον και ενεργειακοί κολοσσοί όπως η E.On, η μεγαλύτερη εταιρεία ηλεκτροπαραγωγής της Γερμανίας, η οποία πολύ πρόσφατα αποφάσισε να σπάσει στα 2 εγκαταλείποντας το κάρβουνο και το φυσικό αέριο και να στραφεί σε ΑΠΕ και ενεργειακές υπηρεσίες. Ένα χρόνο νωρίτερα, η RWE, η 2η μεγαλύτερη Γερμανική εταιρία ανακοίνωσε ότι λόγω της μείωσης των εσόδων της που ήρθε ως αποτέλεσμα της διείσδυσης της αποκεντρωμένης παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ αποφάσισε να αλλάξει το επιχειρηματικό της μοντέλο και να στραφεί στις ΑΠΕ. Παρόμοια στροφή σε ΑΠΕ, δίκτυα και αποκεντρωμένη παραγωγή ενέργειας ανακοίνωσε το 2014 και η EnBW, 4η μεγαλύτερη Γερμανική εταιρία. Όμως η στροφή στις ΑΠΕ μεγάλων εταιριών ηλεκτροπαραγωγής δεν είναι αποκλειστικότητα της Γερμανίας. Η Πορτογαλική EDP αποτελεί παράδειγμα προσαρμοστικότητας στις νέες συνθήκες καθώς μεταξύ 2005 και 2013 σχεδόν τριπλασίασε την ισχύ της σε ΑΠΕ με αποτέλεσμα στο τέλος του 2013, το 71% της ηλεκτροπαραγωγής της να προέρχεται από ΑΠΕ.
Για μια χώρα σε τραγική οικονομική κατάσταση όπως η Ελλάδα, το νέο αυτό ενεργειακό τοπίο αποκτά ακόμα μεγαλύτερη, σχεδόν πολλαπλασιαστική, σημασία. Η Πτολεμαΐδα V των 660 ΜW θα κοστίσει 1,4 δις ευρώ. Από αυτά μόλις τα μισά έχουν εξασφαλιστεί από την KfW με τη μορφή ομολογιακού δανείου. Τα υπόλοιπα, όπως δείχνουν τα πράγματα, θα προκύψουν από ίδια κεφάλαια της υπερχρεωμένης ΔΕΗ, η οποία μάλιστα, από το 2015 και για τα επόμενα 4-5 χρόνια είναι αναγκασμένη να ξοδέψει πολύ μεγάλα ποσά σε αναβαθμίσεις υφιστάμενων λιγνιτικών μονάδων, έτσι ώστε να συμμορφωθεί με την Ευρωπαϊκή νομοθεσία.
Αυτή λοιπόν είναι η πραγματικότητα για τη νέα λιγνιτική μονάδα στην Πτολεμαΐδα που κινδυνεύει να καταποντιστεί οικονομικά συμπαρασύροντας τη ΔΕΗ με απρόβλεπτες οικονομικές συνέπειες για τους πολίτες. Μήπως τελικά η Πτολεμαΐδα V αποτελεί ένα τεράστιο λάθος;
Το παράδειγμα της μονάδας TES6 στο Sostanj της Σλοβενίας παρόμοιου μεγέθους (600 MW) αλλά πιο αποδοτικής από την Πτολεμαΐδα V (46% vs 41,5%), είναι διδακτικό: 70-80 εκ. ευρώ ετήσιες ζημιές που θα επιβαρύνουν τους Σλοβένους πολίτες, 225 θέσεις εργασίας αντί για τις πολλαπλάσιες που υπόσχονταν, κόστος εγκατάστασης 1,4 δις ευρώ αντί για 0,6 δις ευρώ που αρχικά προϋπολογιζόταν.
Χρόνος πολύς δεν υπάρχει πλέον. Σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα, η κατασκευή της νέας μονάδας ξεκινά εντός του 2015. Η κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου έχει υποχρέωση αν μη τι άλλο να επανεξετάσει στα πλαίσια του ήδη καθυστερημένου εθνικού ενεργειακού σχεδιασμού, το θέμα της Πτολεμαΐδας V λαμβάνοντας πολύ σοβαρά υπόψη τη νέα ενεργειακή εποχή που έχει ήδη ανατείλει παγκοσμίως και δεν προβλέπεται να δύει στο άμεσο μέλλον.