Το καλοκαίρι του 2014 ο πολιτικός κόσμος στην Ελλάδα συνταράχθηκε από τον νόμο (πλέον) για τη «μικρή ΔΕΗ». Να ιδιωτικοποιηθεί τμήμα της ΔΕΗ ή η ΔΕΗ να παραμείνει ατεμάχιστη και υπό κρατικό έλεγχο; Θα ακριβύνει το ρεύμα με την ιδιωτικοποίηση ή ο ανταγωνισμός θα ρίξει τις τιμές; Το τίμημα από την πώληση της μικρής ΔΕΗ θα χρηματοδοτήσει τη νέα λιγνιτική μονάδα στην Πτολεμαΐδα; Πώς θα επιβληθεί στον ιδιώτη που θα αγοράσει τη μικρή ΔΕΗ να κατασκευάσει και τη δεύτερη νέα λιγνιτική μονάδα στη Φλώρινα (Μελίτη II); Αυτά ήταν μερικά από τα βασικά ερωτήματα που οδήγησαν σε έντονες δημόσιες αντιπαραθέσεις και πολιτικές κόντρες ως το πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιουλίου. 

 

Αντίθετα, σχεδόν ασχολίαστο περνά αυτές τις μέρες ένα άλλο νομοθέτημα στον τομέα της ενέργειας: Το σχέδιο Υπουργικής Απόφασης για την αυτοπαραγωγή από μικρά φωτοβολταϊκά (φ/β) με συμψηφισμό ενέργειας (net metering) που έθεσε σε διαβούλευση η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας. Με απλά λόγια, πρόκειται για τη δυνατότητα που δίνεται στους πολίτες να εγκαταστήσουν ένα μικρό φ/β στο σπίτι τους και να παράγουν το μεγαλύτερο μέρος της ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώνουν, αποφεύγοντας έτσι ένα σημαντικό τμήμα του λογαριασμού της ΔΕΗ που πληρώνουν σήμερα.

Γιατί άραγε τόσο μειωμένο ενδιαφέρον; Μήπως αυτό το σχέδιο ΥΑ δεν θα επηρεάσει όσο ο νόμος για τη μικρή ΔΕΗ τους λογαριασμούς της ΔΕΗ που καλούνται οι πολίτες να πληρώσουν; Ας σημειωθεί ότι η τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από μεγάλες κεντρικές μονάδες όπως αυτές της ΔΕΗ επηρεάζεται από μια πληθώρα παραγόντων τις οποίες ο πολίτης δεν μπορεί να ελέγξει (πχ διεθνείς τιμές δικαιωμάτων εκπομπών CO2, διεθνείς τιμές πετρελαίου και φυσικού αερίου, κατασκευή νέων δικτύων, κατασκευή νέων ενεργειακών υποδομών κλπ). Σταθμίζοντας όλα τα σχετικά δεδομένα, η ίδια η Κομισιόν εκτιμά ότι οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας θα αυξηθούν πολύ από τώρα ως το 2030. Επομένως το οικονομικό έρεισμα για απεξάρτηση των πολιτών από τα ορυκτά καύσιμα είναι ιδιαίτερα σημαντικό και ο μηχανισμός του net metering προσφέρει ακριβώς αυτή τη δυνατότητα.

Μήπως τότε μιλάμε για μικρές οικιακές καταναλώσεις και το ζήτημα του net metering δεν είναι τόσο σημαντικό όσο ο έλεγχος της μισής ηλεκτροπαραγωγής της χώρας από τον λιγνίτη; Ας μην ξεχνάμε ότι ο οικιακός τομέας είναι υπεύθυνος για το 1/3 περίπου της συνολικής κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα, ποσοστό που θα αυξηθεί με τη μεγαλύτερη χρήση των αντλιών θερμότητας και τον εξηλεκτρισμό των μεταφορών όπως άλλωστε είναι ο επίσημος σχεδιασμός του ΥΠΕΚΑ, που παρουσιάστηκε μόλις πριν 2 χρόνια.

Μήπως τελικά ο εγχώριος λιγνίτης αποτελεί το σημαντικότερο συγκριτικό πλεονέκτημα του ενεργειακού τομέα της χώρας και μοιραία ο έλεγχος της χρήσης του συγκεντρώνει μεγαλύτερο ενδιαφέρον; Κι όμως, πρόσφατη μελέτη που εκπονήθηκε για λογαριασμό της ίδιας της ΔΕΗ αναδεικνύει το γεγονός ότι η ποιότητα του ελληνικού λιγνίτη είναι η χαμηλότερη ανάμεσα σε 8 χώρες που αξιοποιούν τα δικά τους αποθέματα (τις 7 ευρωπαϊκές και την Τουρκία), με αποτέλεσμα το κόστος ηλεκτροπαραγωγής από λιγνίτη στην Ελλάδα να είναι το υψηλότερο στην Ευρώπη.

Από την άλλη μεριά η Ελλάδα βρίσκεται στις πρώτες θέσεις των ευρωπαϊκών χωρών με τη μεγαλύτερη ηλιακή ακτινοβολία ξεπερνώντας κατά 50% χώρες όπως η Γερμανία και το Βέλγιο. Παρά την πρόοδο των τελευταίων χρόνων στην ανάπτυξη των φωτοβολταϊκών, η Ελλάδα εξακολουθεί να αξιοποιεί λιγότερο τον ήλιο στην ηλεκτροπαραγωγή από αυτές τις λιγότερο προικισμένες χώρες: Σε κάθε κάτοικο της Ελλάδας αντιστοιχούν 229W εγκατεστημένων φωτοβολταϊκών, ενώ η κατά κεφαλήν εγκατεστημένη ισχύς φ/β σε Γερμανία και Βέλγιο είναι 436W και 268W αντίστοιχα. 

Σχήμα 1: Yearly sum of the horizontal global irradiation in the EU25 Member States [kWh.m-2.year-1]. The values show: maximum of 90% occurrence, maximum of the 90% occurrence in residential areas, average, minimum of the 90% occurrence in residential areas, and minimum of 90% occurrence for modules at horizontal position.

Μια πιο προσεκτική ματιά στo μέγεθος των εγκατεστημένων φ/β στην Ελλάδα δείχνει ότι η αύξηση της συνεισφοράς τους στο μίγμα ηλεκτροπαραγωγής στηρίχθηκε κυρίως στα μεσαίας και μεγάλης κλίμακας φωτοβολταϊκά και όχι στα μικρά (ως 10 KW) οικιακά συστήματα. Από τα 2579 MW φ/β όλων των μεγεθών που ήταν εγκατεστημένα ως το τέλος του 2013 στη χώρα, μόνο τα 373 MW (14,5%) ήταν οικιακά συστήματα τοποθετημένα σε μόλις 41.217 στέγες και ταράτσες. Μάλιστα, ο ρυθμός εγκατάστασης των οικιακών συστημάτων στην Ελλάδα γνώρισε εντυπωσιακή κάμψη από το δεύτερο εξάμηνο του 2012, μειώθηκε περαιτέρω μέσα στο 2013, και εκμηδενίστηκε κατά το πρώτο εξάμηνο του 2014 εξαιτίας των απότομων, απανωτών περικοπών των εγγυημένων τιμών. Είναι χαρακτηριστικό ότι τον τελευταίο 1.5 χρόνο συνδέθηκαν μόλις 75 MW νέων οικιακών συστημάτων (αύξηση 25%) ενώ την ίδια περίοδο, η ισχύς των μεγαλύτερων φ/β συστημάτων αυξήθηκε κατά περίπου 80%.

Η τάση είναι αντίστροφη στη Γερμανία που αποτελεί την παγκόσμια πρωταθλήτρια στα φ/β με περισσότερα από 38.000 MW εγκατεστημένης ισχύος: Στο πρώτο τετράμηνο του 2014, το 92% των νέων εγκαταστάσεων και το 31,5% της νέας εγκατεστημένης ισχύος φ/β (197 από 623 ΜW), ήταν συστήματα ως  10 KW. Πρόκειται για μια εντυπωσιακή αύξηση από το αντίστοιχο ποσοστό για το 2013 (18%) και για το 2012 (9%). Η έκρηξη των οικιακών συστημάτων είναι παρόμοια και στις ΗΠΑ, μία από τις 3 δυναμικότερες αγορές φ/β στον κόσμο για το 2013, όπου μόνο το πρώτο τρίμηνο του 2014 εγκαταστάθηκαν 232 MW οικιακών φ/β, ξεπερνώντας για πρώτη φορά τα αντίστοιχα νούμερα για τα εμπορικά συστήματα, ενώ η αύξηση σε εγκατεστημένη ισχύ οικιακών συστημάτων το 2014 προβλέπεται να φτάσει το 61% σε σχέση με το 2013.

Ελπίδα για την αναστροφή της πτωτικής πορείας στον τομέα των οικιακών φ/β συστημάτων στην Ελλάδα αποτελεί η συγκεκριμένη Υπουργική Απόφαση για το net metering. Δυστυχώς, το εν λόγω σχέδιο ΥΑ, είναι άτολμο και περιέχει ρυθμίσεις που στην ουσία τους καθιστούν την αξιοποίηση του μηχανισμού από τους πολίτες ασύμφορη, με αποκορύφωμα την επιβολή χρεώσεων Ειδικού Τέλους Μείωσης Εκπομπών Αερίων Ρύπων (ΕΤΜΕΑΡ) και Υπηρεσιών Κοινής Ωφελείας (ΥΚΩ)  για όλη την ενέργεια που καταναλώνουν οι αυτοπαραγωγοί στη διάρκεια του χρόνου, και όχι μόνο για αυτήν που απορροφούν από το δίκτυο. Αναλυτικότερα:

Θετικά:

Στα θετικά του σχεδίου ΥΑ είναι η πρόταση, o συμψηφισμός της παραγόμενης με την απορροφούμενη από το δίκτυο ηλεκτρική ενέργεια να γίνεται σε ετήσια βάση και όχι ανά τετραμηνιαίο κύκλο καταμέτρησης, επιτρέποντας έτσι τον καλύτερο σχεδιασμό του συστήματος για την κάλυψη των αναγκών του αυτοπαραγωγού και την ελαχιστοποίηση της περίσσειας ενέργειας που εγχέεται στο δίκτυο, και για την οποία δεν προβλέπεται αποζημίωση του αυτοπαραγωγού. Θετική είναι επίσης η πρόταση του σχεδίου ΥΑ, ο αυτοπαραγωγός να χρεώνεται για τη χρήση του δικτύου μεταφοράς και διανομής, μόνο για το ποσό της ενέργειας που απορροφά από το δίκτυο και όχι για αυτήν που παράγει από τα φωτοβολταϊκά πάνελς, μέρος της οποίας συνεισφέρει ο αυτοπαραγωγός στο δίκτυο.

Αρνητικά:

Ευελιξία εφαρμογής: Μειωμένη είναι όμως η ευελιξία του σχεδίου ΥΑ, πράγμα που περιορίζει τη δυνατότητα αξιοποίησης του υπάρχοντος κτιριακού αποθέματος για την εγκατάσταση μικρών φ/β συστημάτων. Πιο συγκεκριμένα, σε κάθε κοινόχρηστο χώρο επιτρέπεται η εγκατάσταση ενός και μόνο συστήματος, ενώ κάθε φωτοβολταϊκό σύστημα αντιστοιχίζεται αποκλειστικά και μόνο με έναν μετρητή κατανάλωσης. Πρακτικά λοιπόν, ενώ για παράδειγμα η επιφάνεια μιας κοινόχρηστης ταράτσας πολυκατοικίας θα μπορούσε να εξυπηρετήσει πολλά διαμερίσματα, κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό. Επίσης, το σχέδιο ΥΑ δεν επιτρέπει ούτε την αξιοποίηση διαθέσιμης επιφάνειας για εγκατάσταση φ/β που βρίσκεται μακριά από τον χώρο κατανάλωσης μέσω virtual metering. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε για παράδειγμα να διευκολύνει την αξιοποίηση του net metering από ιδιοκτήτες εξοχικών κατοικιών για την κάλυψη των αναγκών της πρώτης κατοικίας τους που βρίσκεται σε πολυκατοικία όπου η διαθέσιμη επιφάνεια για εγκατάσταση φ/β είναι είτε περιορισμένη, είτε κατειλημμένη από άλλον ιδιοκτήτη.

Το πιο αρνητικό όμως στοιχείο του σχεδίου ΥΑ αποτελεί η επιβολή χρεώσεων Ειδικού Τέλους Μείωσης Εκπομπών Αερίων Ρύπων (ΕΤΜΕΑΡ) και Υπηρεσιών Κοινής Ωφελείας (ΥΚΩ)  για όλη την ενέργεια που καταναλώνουν οι αυτοπαραγωγοί στη διάρκεια του χρόνου, και όχι μόνο για αυτήν που απορροφούν από το δίκτυο.

Χρεώσεις ΕΤΜΕΑΡ: Η χρέωση ΕΤΜΕΑΡ και για την παραγόμενη από τον ήλιο ηλεκτρική ενέργεια έρχεται σε αντίθεση με την κοινή λογική ακόμα και ετυμολογικά, καθώς αναγκάζει τον αυτοπαραγωγό να πληρώνει «Ειδικό Τέλος Μείωσης Εκπομπών Αερίων Ρύπων» για ηλεκτρική ενέργεια που δεν παράγει τέτοιους ρύπους. Αντίθετα, η αξιοποίηση της ηλιακής ενέργειας μειώνει ευθέως την ανάγκη ηλεκτροπαραγωγής από ορυκτά καύσιμα, τα οποία προφανώς είναι υπεύθυνα για τις εκπομπές αερίων φαινομένου του θερμοκηπίου. Επίσης, το ειδικό αυτό τέλος θεσπίστηκε για να συμβάλλει στη στήριξη των ΑΠΕ. Για πολλά χρόνια ένα μεγάλο μέρος του κατέληγε να επιδοτεί ορυκτά καύσιμα αντί για ΑΠΕ συμβάλλοντας καθοριστικά στην εκτίναξη του ελλείμματος του ειδικού λογαριασμού ΑΠΕ του ΛΑΓΗΕ. Μετά τις πρόσφατες σχετικές ρυθμίσεις του νόμου 4254/2014 που ουσιαστικά επιμέρισαν το έλλειμμα μόνο ανάμεσα στις διάφορες τεχνολογίες ΑΠΕ αφήνοντας ανέγγιχτες τις μεγάλες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής από ορυκτά καύσιμα, έρχεται τώρα αυτό το σχέδιο ΥΑ να επιβαρύνει και πάλι, εμμέσως πλην σαφώς, τις ΑΠΕ και ειδικότερα τα μικρής κλίμακας φ/β. Μέσω αυτής της χρέωσης στους αυτοπαραγωγούς από οικιακά συστήματα φ/β οδηγούμαστε επίσης στην οξύμωρη κατάσταση μια κατηγορία παραγωγών ΑΠΕ να χρησιμοποιείται για να στηρίξει άλλες κατηγορίες παραγωγών ΑΠΕ δεδομένου ότι το ΕΤΜΕΑΡ αποτελεί έσοδο του ειδικού λογαριασμού ΑΠΕ του ΛΑΓΗΕ από τον οποίο πληρώνονται οι παραγωγοί ΑΠΕ (εκτός των αυτοπαραγωγών με net metering).

Ακόμα και στη Γερμανία όπου στις αρχές του 2014 θεσπίστηκε φόρος ιδιοκατανάλωσης για τα φ/β συστήματα ίσος με το 70% του αντίστοιχου Γερμανικού ΕΤΜΕΑΡ, τα μικρά οικιακά φ/β συστήματα ως 10 KW εξαιρέθηκαν από τη χρέωση αυτή, η οποία στην Ελλάδα σχεδιάζεται να συμπεριληφθεί και μάλιστα στο 100% του ΕΤΜΕΑΡ.  

Χρεώσεις ΥΚΩ: Επίσης λανθασμένη είναι η επιβολή χρεώσεων ΥΚΩ και για την παραγόμενη από τον ήλιο ηλεκτρική ενέργεια. Το συντριπτικά μεγαλύτερο τμήμα των χρεώσεων ΥΚΩ στη χώρα μας, καλύπτει τη διαφορά του κόστους ηλεκτροπαραγωγής ανάμεσα στα νησιά και το διασυνδεδεμένο δίκτυο, η οποία είναι ιδιαίτερα σημαντική εξαιτίας της χρήσης πετρελαίου για την ηλεκτροδότηση του μη διασυνδεδεμένου συστήματος. Το 2013 οι πετρελαϊκές μονάδες της ΔΕΗ στα νησιά κάλυψαν το 81,75% της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας ενώ ο ρυθμός διείσδυσης των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα των νησιών παρέμεινε απελπιστικά αργός (Σχήμα 2). Ως αποτέλεσμα οι Έλληνες πολίτες εν μέσω κρίσης εξακολουθούν να καταβάλλουν υπέρογκα ποσά για την ηλεκτροδότηση των νησιών. Στον πρόσφατο μάλιστα απολογισμό της ΡΑΕ φαίνεται ότι η επιβάρυνση ΥΚΩ για το μη διασυνδεδεμένο δίκτυο ήταν 784 εκ ευρώ για το 2012 και 771 εκ ευρώ για το 2013. Το μερίδιο των πολυτέκνων στις χρεώσεις ΥΚΩ ήταν μόλις 11,5 εκ ευρώ το 2012 και 10,9 εκ ευρώ το 2013, ενώ και η συμμετοχή του Κοινωνικού Οικιακού Τιμολογίου στις ΥΚΩ ήταν πολύ μικρή συγκριτικά με την επιβάρυνση από τη χρήση πετρελαίου για την ηλεκτροδότηση των νησιών (15,8 εκ ευρώ το 2012 και 37 εκ ευρώ το 2013).

Σχήμα 2: Το ενεργειακό μίγμα στο μη διασυνδεδεμένο δίκτυο την περίοδο 2008-2013

Ενώ είναι λογικό όλοι οι πολίτες, ανεξαρτήτως τεχνολογίας ηλεκτροπαραγωγής, να συνεισφέρουν στην κάλυψη των εξόδων του Κοινωνικού Οικιακού Τιμολογίου και των πολυτέκνων (λιγότερο από 50 εκ ευρώ ετησίως), παραμένει ανεξήγητη η απαίτηση από τον πολίτη που καλύπτει πρακτικά όλες του τις ανάγκες σε ηλεκτρική ενέργεια αξιοποιώντας τον ήλιο, να συνεισφέρει στη διαιώνιση του πανάκριβου και ρυπογόνου μοντέλου ηλεκτροπαραγωγής από πετρέλαιο στο μη διασυνδεδεμένο δίκτυο (ετήσιας αξίας περίπου 800 εκ ευρώ). Ο παραλογισμός  γίνεται εντονότερος στην περίπτωση του νησιώτη αυτοπαραγωγού που συνεισφέρει άμεσα στην απεξάρτηση από το πετρέλαιο και επομένως θα έπρεπε να του προσφέρονται ακόμα ισχυρότερα κίνητρα για την αύξηση της διείσδυσης των ΑΠΕ. Για τον ίδιο λόγο άλλωστε θα πρέπει να καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε το μειωμένο πλαφόν των 5KW για τα οικιακά φ/β συστήματα του μη διασυνδεδεμένου δικτύου (πλην Κρήτης), να γίνει το ίδιο όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα (10KW).  

Οι χρεώσεις ΕΤΜΕΑΡ και ΥΚΩ αποτελούν ένα τμήμα της τάξης του 20-30% (ανάλογα με την κατανάλωση) του λογαριασμού ηλεκτρικού ρεύματος σήμερα. Είναι επομένως προφανές ότι η σχετική ρύθμιση που υπάρχει στο σχέδιο ΥΑ για αυτές τις χρεώσεις στην περίπτωση των αυτοπαραγωγών από οικιακά φωτοβολταϊκά, θα αυξήσει το χρόνο απόσβεσης της αρχικής επένδυσης και το ποσό που θα κερδίζει ο καταναλωτής κατά τη διάρκεια της 25 ετούς σύμβασης.

Κατά πόσο όμως;

Στο Σχήμα 3 συγκρίνεται η περίπτωση της χρέωσης ΥΚΩ και ΕΤΜΕΑΡ για όλη την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας (σενάριο «Σχέδιο ΥΑ») με αυτή της χρέωσης μόνο για την ενέργεια που απορροφάται από το δίκτυο (σενάριο «Βελτιωμένη Πρόταση») για ετήσια κατανάλωση ενέργειας 7.5 MWh στην Αττική, που θα μπορούσε να αντιστοιχεί προσεγγιστικά σε μια τετραμελή οικογένεια. Παρατηρούμε ότι η απόσβεση στο Σενάριο «Βελτιωμένη Πρόταση» είναι 7 χρόνια, σε αντίθεση με το προτεινόμενο σχέδιο ΥΑ που απαιτεί 3 χρόνια περισσότερα, ενώ το καθαρό όφελος στο τέλος της 25ετούς σύμβασης στην πρώτη περίπτωση είναι κατά περίπου 9.000 ευρώ μεγαλύτερο σε σταθερές τιμές 2014 (€ 22.000 vs € 13.000).

Σχήμα 3: Ο χρόνος απόσβεσης και το κέρδος του αυτοπαραγωγού για ετήσια κατανάλωση 7.5MWh για τα 2 σενάρια. Παραδοχές: Ετήσια πτώση παραγωγικότητας φ/β = 0,5%; Πληθωρισμός = 2%; Ετήσια αύξηση τιμής ηλεκτρικής ενέργειας = 2%;  Απόδοση φ/β = 1400 KWh/KW; Κόστος σύνδεσης = 1000 €; Κόστος εγκατάστασης=1516 €/ΚW.

Σημαντική παράμετρος σε αυτού του είδους τις συγκρίσεις είναι η συνολική κατανάλωση ενέργειας. Όπως φαίνεται στο Σχήμα 4, και στα 2 σενάρια ο χρόνος απόσβεσης είναι μεγαλύτερος για μικρότερες καταναλώσεις, όπου τόσο το μοναδιαίο κόστος εγκατάστασης είναι μεγαλύτερο όσο και το αποφευγόμενο κόστος ηλεκτρικής ενέργειας λόγω της αυτοπαραγωγής είναι μικρότερο, καθώς όλες οι κλιμακωτές χρεώσεις βρίσκονται στις μικρότερες κλίμακες. Για όλες τις καταναλώσεις, το προτεινόμενο σχέδιο ΥΑ οδηγεί σε πιο αργές αποσβέσεις κατά 3-4 χρόνια. Τέλος, ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι η «ψαλίδα» μεταξύ των 2 σεναρίων στα κέρδη του αυτοπαραγωγού στο τέλος της 25ετούς σύμβασης ανοίγει ιδιαίτερα στις μεγάλες ετήσιες καταναλώσεις (μεγαλύτερες από περίπου 9 MWh) καθώς η συνεισφορά των χρεώσεων ΥΚΩ στο λογαριασμό της ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίες σε αυτήν την περιοχή καταναλώσεων βρίσκονται στην υψηλή κλίμακα, γίνεται ακόμα πιο σημαντική. Να σημειωθεί μάλιστα ότι όλοι οι υπολογισμοί έγιναν με τις ισχύουσες κλίμακες για τις χρεώσεις ΥΚΩ. Είναι προφανές ότι οι επερχόμενες μεγάλες αυξήσεις στις ΥΚΩ θα επιβαρύνουν τη σύγκριση για το σενάριο «Σχέδιο ΥΑ» ακόμα περισσότερο.

Σχήμα 4: Επίδραση της ετήσιας κατανάλωσης ενέργειας στο χρόνο απόσβεσης και το κέρδος του αυτοπαραγωγού στο τέλος της 25ετούς σύμβασης σε σταθερές τιμές 2014 για τα 2 σενάρια. Παραδοχές: Ετήσια πτώση παραγωγικότητας φ/β = 0,5%; Πληθωρισμός = 2%; Ετήσια αύξηση τιμής ηλεκτρικής ενέργειας= 2%;  Απόδοση φ/β = 1400 KWh/KW; Κόστος σύνδεσης = 1000 €

Οι παραπάνω υπολογισμοί αποδεικνύουν ότι η χρέωση ΕΤΜΕΑΡ και ΥΚΩ μόνο για την ενέργεια που θα απορροφούν οι αυτοπαραγωγοί από το δίκτυο και όχι για αυτή που θα παράγουν από τον ήλιο, θα βελτιώσει καθοριστικά τα οικονομικά του net metering στην Ελλάδα. Είναι σαφές ότι τέτοιου επιπέδου αποκλίσεις στον χρόνο απόσβεσης αποτελούν στην πράξη τη διαφορά ανάμεσα στην αξιοποίηση ή όχι του net metering από τους πολίτες.

Συμπερασματικά πρέπει:

Α) Να διορθωθεί το σημείο που αφορά στη χρέωση ΥΚΩ και ΕΤΜΕΑΡ ώστε να υπολογίζονται μόνο στην ενέργεια που απορροφάται από το δίκτυο και όχι στην συνολική (Σενάριο «Βελτιωμένη Πρόταση»).

Β) Ο συμψηφισμός σε ετήσια βάση να αφορά όχι μόνο τις χρεώσεις ενέργειας αλλά και τις αντίστοιχες χρεώσεις δικτύου διανομής και μεταφοράς καθώς και τις λοιπές χρεώσεις.

Γ) Να επιτραπεί o ενεργειακός συμψηφισμός για τον ίδιο ιδιοκτήτη μεταξύ πρώτης και δεύτερης κατοικίας.

Δ) Να επιτραπεί η αξιοποίηση κοινόχρηστων χώρων πολυκατοικιών για παραπάνω της μίας εγκατάστασης με το όριο των 10 KW να ισχύει για κάθε εγκατάσταση. 

Ε) Να διευρυνθεί το όριο ισχύος στο μη διασυνδεδεμένο δίκτυο από τα 5 KW στα 10 KW όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα.

Τα παραπάνω μέτρα θα καταστήσουν το net metering πιο ελκυστικό για τους πολίτες και θα δημιουργήσουν σε πρώτη φάση μια υγιή αγορά για τα μικρά οικιακά συστήματα. Αργότερα, με τις κατάλληλες προσαρμογές, το net metering μπορεί να εφαρμοστεί και σε συστήματα μεγαλύτερα των 10 KW για μεγαλύτερες επιχειρήσεις καθώς και για την κάλυψη αυξημένων αναγκών ηλεκτρικής ενέργειας που θα προκύψουν από τη διείσδυση της ηλεκτροκίνησης στον τομέα των μεταφορών.



Μοιράσου το με φίλους
 

Σχόλια