Παρασκευή, 23 Μαϊ 2014
Η έξοδος στις αγορές, η δημοσιονομική προσαρμογή και το όποιο πρωτογενές πλεόνασμα, για τη βιωσιμότητα του οποίου ουδείς μιλάει, αποτελούν αναγκαίες συνθήκες για να τεθεί μια οικονομία σε τροχιά ανάπτυξης, χωρίς ωστόσο να είναι επαρκείς. Ο λογιστικός ισοσκελισμός των βιβλίων εσόδων-εξόδων του κράτους χωρίς το συνυπολογισμό των δυσθεώρητων τοκοχρεωλυσίων αλλά και του τεράστιου κοινωνικού κόστους που η δημοσιονομική αυτή προσαρμογή επέφερε, δεν οδηγεί νομοτελειακά σε ανάπτυξη αν δεν παραλληλιστεί από μια ευρεία δέσμη συγκεκριμένων, ρηξικέλευθων τομών στρατηγικού προσανατολισμού.
Η λέξη-κλειδί στην προκειμένη συζήτηση είναι η «βιωσιμότητα». Αν έχει διδάξει κάτι η τρέχουσα οικονομική κρίση, αυτό είναι ότι το οικονομικό μοντέλο των προηγούμενων δεκαετιών μόνο βιώσιμο δεν αποδείχτηκε, απλούστατα γιατί μια οικονομία που στηρίζεται σε ένα διεφθαρμένο, δυσλειτουργικό κράτος, το οποίο δανείζεται για να τροφοδοτεί τη συνολική κατανάλωση αντί παραγωγικών επενδύσεων, είναι εκ προοιμίου καταδικασμένη να προσκρούσει σε ύφαλο. Το μεταπολιτευτικό οικονομικό μοντέλο της Ελλάδας πολύ απλά – και τελικά πολύ οδυνηρά – δημιούργησε όλες εκείνες τις δυσμενείς προϋποθέσεις για χρεοκοπία και ουσιαστικό αποκλεισμό από τα διεθνή κανάλια χρηματοδότησης. Με το ίδιο σκεπτικό, η χώρα οδηγείται σταθερά στην περιβαλλοντική χρεοκοπία.
Έτσι όπως ακριβώς σπαταλήσαμε πολύτιμο οικονομικό κεφάλαιο ικανοποιώντας κοντόθωρα καταναλωτικά «θέλω», έτσι καρπωνόμαστε διαχρονικά και το φυσικό μας κεφάλαιο: δίχως όραμα, σχεδιασμό, συγκεκριμένη στρατηγική, μετρήσιμους στόχους, ουσιαστικά χωρίς πυξίδα. Ακόμα και σε τομείς όπου αυτά υπάρχουν, έστω και στοιχειωδώς, η υλοποίηση συνήθως είναι ιδιαίτερα προβληματική.
Πώς μπορεί να συνοψίσει κανείς το περιβαλλοντικό πρόσημο της ελληνικής οικονομίας; Παραγωγή και κατανάλωση υψηλής έντασης άνθρακα, κυρίως λόγω του «βρώμικου» ενεργειακού μοντέλου που βασίζεται σε ορυκτά καύσιμα, ανύπαρκτη ή ελλιπέστατη διαχείριση απορριμμάτων, πολύ υψηλό υδατικό αποτύπωμα, κυρίως λόγω κάκιστων πρακτικών στην πρωτογενή παραγωγή, μυωπική χωροταξία και συχνά εγκληματικές αλλαγές στις χρήσεις της γης, υπεραλίευση και καταστροφή των δασών, αποτελούν τις κύριες πινελιές ενός διόλου βιώσιμου σκαγραφήματος που αναμφισβήτητα αντανακλά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας με όρους περιβαλλοντικούς.
Το ερώτημα, λοιπόν, που προκύπτει είναι: τι ανάπυξη θέλουμε; Μια ανάπτυξη όπως την ξέραμε μέχρι χθες; Με άναρχη δόμηση, με υπερκάρπωση των φυσικών πόρων, με βιασμό του τοπίου και της περιβαλλοντικής αισθητικής, με παράνομες χωματερές και τσιμεντωμένους αιγιαλούς, όπως για παράδειγμα προτείνει το υπό δημόσια διαβούλευση εγκληματικό νομοσχέδιο της κυβέρνησης περί «προστασίας» του αιγιαλού και των παραλιών;
Σύμφωνα με το νέο Αναπτυξιακό Πρότυπο «Ελλάδα 2021» που παρουσίασε ο Υπουργός Οικονομικών στο Eurogroup της 06/05/2014, αλλά και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός στη διακαναλική του ομιλία στις 20/05/2014, η έννοια της συνολικής βιωσιμότητας στο τρίπτυχο οικονομία-κοινωνία-περιβάλλον ουσιαστικά απουσιάζει από τον αναπτυξιακό σχεδιασμό της κυβέρνησης, τουλάχιστον κατά τρόπο σαφή, συνεκτικό και φιλόδοξο. Η μακροοικονομική ανάλυση των αιτιών της κρίσης και το στρατηγικό πλαίσιο που παρατίθεται στο εν λόγω κείμενο είναι ορθά, ωστόσο η προσέγγιση είναι μονοτροπική εφόσον εστιάζει αποκλειστικά στην οικονομική πτυχή, παραβλέποντας το φυσικό περιβάλλον. Δίχως την ένταξη του περιβάλλοντος ως ολοκληρωμένου στρατηγικού μέρους του αναπτυξιακού σχεδιασμού, δεν γίνεται να περιμένει κανείς ανάληψη φιλόδοξων, ουσιαστικών πρωτοβουλιών για την επίτευξη μιας πραγματικά βιώσιμης ανάπτυξης με απώτερο σκοπό τη ζωντανή οικονομία. Το Αναπτυξιακό Πρότυπο 2021, υποφέρει κι από άλλες ελλείψεις. Συγκεκριμένα:
- Αδειοδότηση επιχειρήσεων: Γίνεται λόγος για την (όντως) απαραίτητη δημιουργία ευνοϊκού κλίματος για διευκόλυνση των επενδύσεων και της επιχειρηματικότητας, χωρίς ωστόσο να γίνεται αναφορά σε οποιοδήποτε κριτήριο περιβαλλοντικής υπευθυνότητας κι εν γένει βιώσιμης επιχειρηματικότητας. Ο σχετικός Νόμος-Πλαίσιο αφορά στην – κατά τα άλλα αναγκαία - απλούστευση των διαδικασιών επιχειρηματικής αδειοδότησης, χωρίς ωστόσο να πραγματεύεται το ουσιαστικό ζήτημα των περιβαλλοντικών και άλλων φίλτρων κατά τη διαδικασία αξιολόγησης των σχετικών αιτήσεων.
- Φορολογική πολιτική: η φορολογική πολιτική μπορεί να αποτελέσει αναπτυξιακό μοχλό και μέσω της δυνητικής περιβαλλοντικής της διάστασης. Η μετατόπιση του βάρους της φορολογίας από την εργασία και τα επενδυτικά κεφάλαια, στον περιβαλλοντικό αντίκτυπο της παραγωγής, με βάση την εύλογη αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει», δεν μειώνει μόνο το περιβαλλοντικό αποτύπωμα αλλά μπορεί να πυροδοτήσει και τεχνολογική καινοτομία με πολλαπλά οφέλη. Ουδείς λόγος γίνεται για την εφαρμογή ενός φορολογικού πλαισίου που θα εμπεριέχει και περιβαλλοντική διάσταση.
- Διαφάνεια και λογοδοσία: δεν γίνεται λόγος ούτε για το θεμελιώδες ζήτημα της περιβαλλοντικής διαφάνειας σε οριζόντιο επίπεδο: κεντρική κυβέρνηση, τοπική αυτοδιοίκηση και περιφέρειες, ιδιωτικός τομέας, με το καθένα από τα τρία αυτά κομβικά γρανάζια να έχουν ένα σαφώς διακριτό οικολογικό αποτύπωμα και άρα την υποχρέωση να λογοδοτούν δημόσια για αυτό. Απομένει να δούμε αν και σε τι βαθμό η δρομολογημένη τροποποίηση της ευρωπαϊκής οδηγίας 2013/34/EU που υποχρεώνει εισηγμένες επιχειρήσεις που απασχολούν πάνω από 500 εργαζόμενους να δημοσιοποιούν μη χρηματοοικονομικά στοιχεία (περιβαλλοντικός και κοινωνικός αντίκτυπος κ.ο.κ), θα μεταφραστεί στη χώρα μας σε ουσιαστική εγκαθίδρυση ικανών μηχανισμών διαφάνειας και λογοδοσίας απο πλευράς ιδιωτικού τομέα.
- Νεοφυείς επιχειρήσεις (startups): οι νεοφυείς επιχειρήσεις μπορούν, και πρέπει, να αποτελέσουν καίριο αναπτυξιακό μοχλό του αποσυναρμολογημένου παραγωγικού ιστού της χώρας. Το γεγονός ότι γίνεται σχετική αναφορά στο Αναπτυξιακό Πρότυπο Ελλάδα 2021 είναι από μόνο του θετικό, ωστόσο λάμπουν δια της απουσίας τους οι αναφορές στην κοινωνική επιχειρηματικότητα και την καινοτομία, στο περιβαλλοντικό επιχειρείν και γενικότερα δεν προκύπτει καμία στρατηγική προτεραιοποίηση σε επιχειρηματικά μοντέλα του μέλλοντος, τα οποία σε αρκετές χώρες του εξωτερικού αποτελούν ήδη πραγματικότητα.
- Κλαδικές παρεμβάσεις: στο κεφάλαιο «Τομεακές Πολιτικές» δίνεται έμφαση σε σημαντικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας με σαφή ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα, αλλά και πάλι απουσιάζει μια στρατηγική προσέγγιση για τη σε βάθος χρόνου βιωσιμότητα των κλάδων αυτών (τουρισμός, πρωτογενής παραγωγή, ενέργεια, μεταφορές-εμπόριο, έρευνα και τεχνολογία, καθώς και άλλοι κλάδοι του δευτερογενούς και τριτογενούς τομέα). Αναφορικά με τον ιδιαίτερα νευραλγικό κλάδο της ενέργειας, η θέση που παρατίθεται στο κείμενο είναι ανησυχητική, εφόσον γίνεται σαφής λόγος για «διαχείριση του ορυκτού πλούτου», δήλωση που καταδεικνύει για άλλη μια φορά την εμμονική προσκόλληση του πολιτικού συστήματος σε ένα ενεργειακό μοντέλο προηγούμενων αιώνων. Το ίδιο ισχύει και για τον υψηλού περιβαλλοντικού αντίκτυπου κλάδο της βιομηχανίας: μονολιθικός λόγος περί οικονομικών, καμία νύξη περί συνολικής βιωσιμότητας.
Συμπερασματικά, το νέο Εθνικό Αναπτυξιακό Πρότυπο «Ελλάδα 2021», παρά το γεγονός ότι κινείται σε ένα ορθολογικό – από αμιγώς μακροοικονομικής πλευράς - πλαίσιο, η εμμονή του με την οικονομική μεγέθυνση και η απουσία ικανών αρχών συνολικής βιωσιμότητας το καθιστούν σαφέστατα ελλιπές, πολλώ δε μάλλον σε μια εποχή όπου η βιώσιμη ανάπτυξη υπεισέρχεται όλο και πιο δυναμικά και ουσιαστικά στην παγκόσμια πολιτική ατζέντα, τόσο σε επίπεδο χωρών όσο και σε επίπεδο διεθνών οργανισμών και άλλων διακρατικών συσχετισμών. Η Ελλάδα δείχνει να κάνει τις όποιες πενιχρές αναφορές σε βιώσιμη ανάπτυξη κατ’επίφαση, κι όχι κατ’ουσία.
Σε αντιδιαστολή με τις παραπάνω ελλείψεις, και σε συγχρονισμό με τις εξελίξεις και με την εντεινόμενη δημόσια συζήτηση, αλλά και βάσει της προφανούς πραγματικής ανάγκης για οικονομική ανάπτυξη, το WWF Ελλάς δημοσιοποίησε πρόσφατα το όραμά του για μια Ζωντανή Ελληνική οικονομία. Ένα όραμα διακυβέρνησης, μεταρρυθμίσεων και οικονομικής τόνωσης που θα εδράζεται στο απαρέγκλιτο τρίπτυχο: παραγωγική οικονομία - κοινωνία των ίσων ευκαιριών - σεβασμός στο φυσικό περιβάλλον. Έτσι, το WWF Ελλάς ανοίγει τον δημόσιο διάλογο προσπαθώντας να τον θέσει σε μία σφαιρική βάση, με την προσδοκία ότι θα συμμετέχουν όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη: πολιτικό σύστημα, επιχειρήσεις, κοινωνία των πολιτών.
Η Ελλάδα καλείται να σχεδιάσει το μέλλον της σε μια εποχή όπου η έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης σε παγκόσμιο επίπεδο αποδρά του ευχολογικού πλαισίου, και από χαριτωμένη θεωρητικολογία μετατρέπεται σε όραμα και στρατηγικό σκοπό. Οι τεράστιες οικονομικές ανισότητες και το κατεπείγον των περιβαλλοντικών προκλήσεων καθιστούν τη βιώσιμη ανάπτυξη μονόδρομο, παρά επιλογή. Αν η Ελλάδα παραμείνει και σε αυτό το κρίσιμο θέμα παρατηρητής των εξελίξεων, προσκολλημένη στο αναπτυξιακό μοντέλο του χθες, δίχως αποφασιστικές τομές αλλά με εμβαλωματικές ημι-παρεμβάσεις, απλώς θα μετράει αντίστροφα χρόνο μεχρι την επόμενη κρίση, η οποία θα είναι βαθύτερη, πολυπλοκότερη και μακράν πιο δυσεπίλυτη, αν όχι μη αναστρέψιμη.