Λίγες μέρες πριν τις συναντήσεις των Ευρωπαίων Υπουργών Περιβάλλοντος και Ενέργειας για τους στόχους που θα θέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση για την ενέργεια και το κλίμα το 2030, η συζήτηση γύρω από τα ενεργειακά στην Ελλάδα μονοπωλείται από όρους όπως «διακοψιμότητα», «αντιστάθμιση κόστους ρύπων», «περιθώριο κέρδους της ΔΕΠΑ», «εξίσωση ΕΤΜΕΑΡ στην υψηλή και μέση τάση» και άλλα εξωτικά, όλα σχετιζόμενα με το ενεργειακό κόστος των ενεργοβόρων βιομηχανιών και δη των χαλυβουργιών. 

 

Είναι γεγονός ότι η εγχώρια ζήτηση στον κλάδο της χαλυβουργίας έχει μειωθεί από 2,2 εκ τόνους το 2008 σε 300.000 τόνους σήμερα, μια τάση που δεν προβλέπεται να αντιστραφεί. Η χαλυβουργία όμως αποδίδει τα δεινά της κατά κύριο λόγο στο υψηλό ενεργειακό κόστος και πιέζει ασφυκτικά την κυβέρνηση για μειώσεις των τιμών ενέργειας. Ισχυρίζεται ότι είναι αδύνατον να ανταγωνιστεί στις εξαγωγές χαλυβουργίες  από την Ιταλία όπου το βιομηχανικό ρεύμα στοιχίζει λιγότερο από το μισό συγκριτικά με την Ελλάδα. Ίσως για αυτό τα ιταλικά νοικοκυριά έχουν παραπάνω από 50% πιο φουσκωμένους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος από τα ελληνικά. Κάποιος πρέπει να πληρώσει το κόστος της έκπτωσης στις χαλυβουργίες…

Η κυβέρνηση δείχνει περισσότερο από πρόθυμη να υιοθετήσει τα μέτρα που της προτείνουν οι ενεργοβόρες βιομηχανίες ανακοινώνοντας πρόσφατα ένα πακέτο ενίσχυσής τους, ύψους 150 εκ. ευρώ. Το αγκάθι σε αυτά τα σχέδια είναι η Κομισιόν, η οποία δείχνει να μην πείθεται καθόλου πως τα κυβερνητικά μέτρα δεν συνιστούν παράνομη κρατική ενίσχυση και προτείνει στην κυβέρνηση να βρει μακροπρόθεσμες λύσεις στο πρόβλημα των βιομηχανιών.

Έτσι η κυβέρνηση αποφάσισε να την παρακάμψει μέσω της θέσης της στη Γενική Συνέλευση της ΔΕΗ. Παρά τις αρχικές ενστάσεις της ΔΕΗ στις διεκδικήσεις των ενεργοβόρων βιομηχανιών, στις 28 Φεβρουαρίου ανακοινώθηκαν γενναίες μειώσεις στα τιμολόγια των βιομηχανιών και ιδιαίτερα των μεταλλουργιών και των χαλυβουργιών.  Η κυβέρνηση ελπίζει ότι το κόστος δεν θα μετακυλισθεί στα νοικοκυριά αλλά θα αναπληρωθεί από την αύξηση της κατανάλωσης στις βιομηχανίες. Ως γνωστόν, η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία.

Είναι όμως αυτά τα μέτρα μείωσης της τιμής του βιομηχανικού ρεύματος, η μακροπρόθεσμη λύση στο πρόβλημα των ενεργοβόρων βιομηχανιών και ειδικά της χαλυβουργίας;

Όλες οι προβλέψεις, όπως η πρόσφατη της Κομισιόν δείχνουν ότι η τιμή της ενέργειας στην Ευρώπη θα συνεχίζει να αυξάνεται τουλάχιστον για την επόμενη δεκαετία. Οι λόγοι πολλοί. Ο κυριότερος είναι η ισχυρή εξάρτηση της ευρωπαϊκής οικονομίας από τα ακριβά ορυκτά καύσιμα αλλά και η ανάγκη επενδύσεων σε νέα δίκτυα. Οι πυροσβεστικές λοιπόν μειώσεις της τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας δεν φαίνονται ικανές να αναχαιτίσουν πολύ ισχυρότερες δυνάμεις που οδηγούν τις τιμές της ενέργειας στην Ευρώπη ψηλότερα.

Και τότε πως αντιμετωπίζεται το πρόβλημα;

Παρά το ότι όλοι εστιάζουν σε τρόπους για τη μείωση της τιμής της ενέργειας, το ενεργειακό κόστος είναι το αποτέλεσμα ενός απλού πολλαπλασιασμού: τιμή μονάδας επί συνολική κατανάλωση ενέργειας. Προφανώς λοιπόν το πρόβλημα αντιμετωπίζεται και με μέτρα εξοικονόμησης ενέργειας.

Η McKinsey στην έρευνα που έκανε για τον τομέα της χαλυβουργίας έδειξε ότι οι επενδύσεις του κλάδου στην ενεργειακή αποδοτικότητα, μπορούν να φέρουν μειώσεις του ενεργειακού κόστους της τάξης του 10-15% και μάλιστα με χρόνους απόσβεσης μικρότερους των 2 χρόνων.  Κάτι τέτοιο, θα μείωνε το ενεργειακό κόστος των ελληνικών χαλυβουργιών πιο πολύ από την εφαρμογή του μέτρου της διακοψιμότητας [1] και της μείωσης του περιθωρίου κέρδους της ΔΕΠΑ μαζί, όπως αυτό εκτιμάται από τους εκπροσώπους της βιομηχανίας. Το κυριότερο όμως είναι ότι τα οφέλη από την επένδυση στην ενεργειακή αποδοτικότητα και την εξοικονόμηση ενέργειας δεν θα είναι πρόσκαιρα αλλά θα συμβάλλουν στην ανταγωνιστικότητα των ελληνικών βιομηχανιών σε βάθος χρόνου.

Κι όχι μόνο αυτό. Στην ίδια έρευνα φαίνεται ότι η ενεργειακή αποδοτικότητα στη χαλυβουργία έχει με διαφορά τη μερίδα του λέοντος σε ό, τι αφορά το δυναμικό μείωσης των εκπομπών CO2 του κλάδου παγκοσμίως. Εκτός όμως από την ενεργειακή αποδοτικότητα, οι χαλυβουργίες μπορούν να συμβάλλουν και με άλλους τρόπους στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, ενώ ταυτόχρονα θα αντιμετωπίζουν και το πρόβλημα της μειωμένης ζήτησής τους. Η Παγκόσμια Ένωση Χάλυβα (World Steel Association) δείχνει τον δρόμο. Σχεδόν κάθε τμήμα μιας ανεμογεννήτριας εξαρτάται από σίδηρο και χάλυβα. Επομένως ο κλάδος μπορεί να παίξει έναν καθοριστικό ρόλο στις τεχνολογίες παραγωγής καθαρής ενέργειας, όπως οι ανεμογεννήτριες. Πέρα από την κατασκευή νέων, οι υπάρχουσες ανεμογεννήτριες θα χρειαστούν αντικατάσταση μετά από 20-30 χρόνια λειτουργίας. Στη Γερμανία για παράδειγμα που είναι μια ώριμη αγορά αιολικής ενέργειας, εκτιμάται ότι ως το 2015 θα χρειαστούν αντικατάσταση 9500 ανεμογεννήτριες, πράγμα που ισοδυναμεί με επενδύσεις ύψους 40 δις ευρώ.  Εκτός όμως από τις ανεμογεννήτριες, ο χάλυβας χρησιμοποιείται και στα συστήματα στήριξης φωτοβολταϊκών συλλεκτών, ενώ οι προοπτικές συνέργειας ανάμεσα στις χαλυβουργίες και σε φωτοβολταϊκά 3ης γενιάς για κτηριακές εφαρμογές, δείχνουν πολύ ελπιδοφόρες.

Ιδού λοιπόν δυο λόγοι παραπάνω για να διεκδικήσει η Ελληνική Προεδρία φιλόδοξους στόχους τόσο για την ενεργειακή αποδοτικότητα όσο και για τις ΑΠΕ, στο πλαίσιο του ενεργειακού και κλιματικού πακέτου για το 2030.

[1] Το μέτρο αφορά στη δυνατότητα του ΑΔΜΗΕ, του Διαχειριστή Μεταφοράς Ηλεκτρισμού, να μειώνει ή να διακόπτει την ηλεκτροδότηση της βιομηχανίας για συγκεκριμένες ώρες σε περιπτώσεις που κρίνει ότι το επιβάλλει η ευστάθεια του συστήματος και σε αντάλλαγμα, οι βιομηχανίες θα αποζημιώνονται μειώνοντας το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας.


Μοιράσου το με φίλους
 

Σχόλια