Δευτέρα, 01 Απριλίου 2013
Απόγευμα της 17ης Φεβρουαρίου 2013. Είμαι καθισμένος στο έδαφος, σε ένα τυχαίο σημείο του δάσους. Για να είμαι ειλικρινής, δεν είναι ένα τυχαίο σημείο. Ξέρουμε πολύ καλά πού είμαστε: το GPS που κρατάμε στα χέρια, μας δίνει την ακριβή μας θέση.
Δεν είμαι μόνος μου. Παρέα με μία άλλη εθελόντρια, αφήσαμε λίγα μέτρα πιο κάτω το τζιπ και τώρα περιμένουμε υπομονετικά. Το μονοπάτι δύσβατο, λόγω των βροχών των προηγούμενων ημερών. Μια περιπέτεια στο δάσος ξεκίνησε κι απόψε. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι τώρα είμαστε ξεκούραστοι αναπνέοντας τον καθαρό αέρα, μετά την επίτευξη, ή σχεδόν, του στόχου μας. Τουλάχιστον για σήμερα.
Ο ήλιος δύει σε λίγο. Ένα μικρό ρέμα είναι το μόνο που ακούγεται. Εκεί, όπου αναμφίβολα μερικά ζώα θα κάνουν την εμφάνισή τους τις επόμενες ώρες ή μπορεί και να βρίσκονται ήδη εδώ. Θέλω να είμαι εδώ για να τα δω κι έτσι περιμένουμε στη σιωπή.
Τα πουλιά είναι σιωπηλά. Μέσα από τον ήχο του νερού αρχίζει να ακούγεται μια ισχυρή φωνή, λίγο μελαγχολική και μεταλλική. Είναι εκεί, είμαι σίγουρος. Την ίδια στιγμή ακούω μερικά κοτσύφια που προσπαθούν να ξεφύγουν, στέλνοντας ειδοποιήσεις για τους συντρόφους τους. Η φωνή συνεχίζεται περιμένει απάντηση.
Και ακόμα δεν μπορώ να το δω.
Γύρω από τα στριμμένα κλαδιά των πεύκων αρχίζει να γλιστράει τώρα μια αμυδρή ομίχλη, που γίνεται όλο και πιο πυκνή με την πτώση της θερμοκρασίας. Mυρίζω μόνο το βρεγμένο χώμα, όπου κάθομαι, με τις πευκοβελόνες και τα πεσμένα φύλλα βελανιδιάς. Αλλά κλείνω τα μάτια μου και αναβλύζουν στις σκέψεις μου άπειρες μυρωδιές. Μου έρχεται συνεχώς στο μυαλό η μυρωδιά των μικρών λουλουδιών, της ρίγανης, της ρητίνης του πεύκου ή του παλιού ξύλου. Αυτή η μυρωδιά που μας καλωσόρισε όταν φτάσαμε το καλοκαίρι στο δάσος και ένα ξερό κλαδί έτριξε στο έδαφος κάτω από τα πόδια μας.
Μέχρι στιγμής δεν υπάρχει απάντηση στη φωνή, αλλά εξακολουθεί να ακούγεται εκεί. Επίμονη, δεν σταματά. Ούτε θα ήταν η πρώτη φορά που σιωπά ξαφνικά. Εμείς παραμένουμε σιωπηλοί. Κοιτάζω το ρολόι, είναι 6:12 μ.μ. Ήρθα στην Ελλάδα για δέκα μήνες, αλλά ο χρόνος πέρασε γρήγορα. Σε λιγότερο από δύο μήνες θα φύγω, έτσι πάλι κλείνω τα μάτια μου και θυμάμαι τους ανθρώπους που έχουν καθίσει εδώ, μαζί μου.
Κοιτάω γύρω και είναι ακόμα πιο σκοτεινά, εξαιτίας της συννεφιάς. Κρίμα, σήμερα δεν θα δούμε τα αστέρια, όπως χθες. Θυμάμαι άλλες γωνιές του δάσους, άλλους χώρους, άλλα μονοπάτια που έχω περάσει πολλές ώρες ψάχνοντας για αετούς στον ουρανό. Θυμάμαι ακόμη τους γκρι λόφους, τα κατεξοχήν παρατηρητήρια του δάσους. Επίσης, μου έρχονται στο μυαλό τα ρέματα, όπου βρήκα ίχνη της βίδρας, ίχνη της πορείας της στον ποταμό Έβρο κι ύστερα απέναντι στο μεγάλο νησί. Θυμάμαι άλλα χωριά και κωμοπόλεις, άλλα βουνά και λίμνες. Άλλες παραλίες μακρύτερα, πολύ μακρύτερα, με σημαντική ιστορία. Και πολλούς, διαφορετικούς ανθρώπους. Όλα αυτά σε δέκα μήνες. Με πιάνει ίλιγγος… Κατακλύζομαι από αναμνήσεις, εμπειρίες, δράση, ανθρώπους και φύση…
Επιστρέφω εκεί που ήμουν. Παρόλο που δεν βλέπω τίποτα τώρα, δεν θέλω να ανάψω τον φακό μου. Ίσως έτσι μπορεί να εμφανιστεί μία βίδρα, ή ένα ελάφι, ένα αγριογούρουνο ή μια ανύποπτη αλεπού, όπως κάποιες αλλές φορές. Ή ακόμα και ένας λύκος. Ή ίσως τίποτα... Δεν πειράζει όμως, δεν θα τον ανάψω, είναι καλύτερα.
Ακόμα δεν έχουμε απάντηση. Ας περιμένουμε λίγο ακόμα, έως τις 6:45 μ.μ.
Σβήνουμε το μεγάφωνο. Το πρωτόκολλο είναι άδειο αυτήν τη φορά. Δεν έχουν απαντήσει ούτε οι μπούφοι στο σημείο E-3, όπου βρισκόμαστε. Αν και δεν μπορούσαμε πραγματικά να φτάσουμε στο ακριβές σημείο για λίγα μέτρα, επειδή ο δρόμος κόπηκε στο τελευταίο τμήμα πριν το ποτάμι και ήταν αδύνατο να περάσουμε. Γράφουμε τις νέες συντεταγμένες. Αύριο θα προσπαθήσω ξανά σε άλλο μέρος, όχι πολύ μακριά από εδώ. Στην καρδιά του Εθνικού Πάρκου Δάσους Δαδιάς–Λευκίμης–Σουφλίου.
José M. Rodríguez Ochagavía. Από την Λα Ριόχα, Ισπανία.