Τετάρτη, 27 Νοεμβρίου 2013
Κάθε χρόνο τέτοια εποχή, με αφορμή τη λήξη των εργασιών των παγκόσμιων διασκέψεων για την κλιματική αλλαγή, είθισται να σας ενημερώνουμε με ένα λεγόμενο closing statement για τα πεπραγμένα των συνεδρίων, τις διαμάχες μεταξύ κρατών και τις τελικές αποφάσεις που έλαβαν ή αμέλησαν να λάβουν οι εθνικές αντιπροσωπείες. Η απογοητευτική κατάληξη της 19ης διάσκεψης, που πραγματοποιήθηκε στην "πρωτεύουσα του άνθρακα", Βαρσοβία, μας πάει ένα βήμα πίσω, ίσως και αρκετά περισσότερα. Τελικά συμβαίνει η κλιματική αλλαγή; Μας αφορά; Φταίνε τα ανεπτυγμένα κράτη ή η Κίνα και η Ινδία;
Ας τα πάρουμε ένα – ένα. Πριν από 25 χρόνια, με στόχο την ανάλυση του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής και την περαιτέρω κατανόηση του, ιδρύθηκε ένα σώμα αποτελούμενο από χιλιάδες επιστήμονες προερχόμενους από 195 κράτη. Το σώμα αυτό, γνωστό ως Διακυβερνητική Επιτροπή για την Αλλαγή του Κλίματος (Intergovernmental Panel on Climate Change -IPCC) τελεί υπό την αιγίδα του ΟΗΕ και του Παγκόσμιου Οργανισμού Μετεωρολογίας και αξιολογεί τα πιο πρόσφατα ευρήματα γύρω από την εξέλιξη της κλιματικής αλλαγής και τις πιθανές περιβαλλοντικές και κοινωνικο-οικονομικές επιπτώσεις της. Η Επιτροπή δεν κάνει δική της έρευνα, αλλά συνθέτει και αξιολογεί όλα τα γνωστά δεδομένα του φαινομένου "κλιματική αλλαγή". Την τελευταία φορά που είχαμε νέα από αυτή την Επιτροπή, τον περασμένο Σεπτέμβιο, μάθαμε (μέσα από περισσότερες από 2000 σελίδες επεξηγήσεων!) πως στο διάστημα 1880-2012 η παγκόσμια μέση θερμοκρασία επιφάνειας του ωκεανού και της γης έχει αυξηθεί κατά 0,85°C ενώ τις τρεις τελευταίες δεκαετίες σημειώνονται διαδοχικά ρεκόρ αύξησης της μέσης θερμοκρασίας. Πώς έγινε αυτό; κύρια αιτία είναι οι ανθρώπινες δραστηριότητες, δηλαδή οι εκπομπές CO2, οι οποίες έχουν αυξηθεί κατά 60% από το 1990, την εποχή της πρώτης έκθεσης της IPCC. Είμαστε βέβαιοι για αυτό; Κατά 95%, λέει η επιστημονική κοινότητα. Όποιος διαφωνεί, δεν έχει παρά να καταθέσει τα ευρήματά του και να περιμένει την κοπιώδη αξιολόγηση τους από την IPCC (η διαδικασία, βλέπετε, είναι ανοιχτή σε όλους τους επιστήμονες). Ακόμα και ο, συντηρητικός, Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας στην ετήσια έκθεσή του (World Energy Outlook 2013) εκτιμά πως αφενός τα 2/3 των εκπομπών CO2 οφείλονται στον τομέα της ενέργειας, ενώ εάν συνεχίσουμε με τους ίδιους ρυθμούς "ανάπτυξης" οδεύουμε, μακροπρόθεσμα, σε αύξηση της μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας κατά 3,6°C- σημαντικά μεγαλύτερη από τον διεθνώς αποδεκτό στόχο περιορισμού της αύξησης της θερμοκρασίας κατά 2°C.
Ποιος ευθύνεται για το επερχόμενο κλιματικό χάος; Αν και, ιστορικά, τη μερίδα του λέοντος στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου έχουν οι ΗΠΑ και η Ευρώπη, η άνοδος του βιοτικού επιπέδου σε συνδυασμό με τη μη-αποδοτική χρήση ενέργειας στην Κίνα, την Ινδία και τις χώρες τις Νοτιοανατολικής Ασίας και Μέσης Ανατολής, καθιστά τις τελευταίες επίδοξους σφετεριστές του θρόνου στο βασίλειο της ρύπανσης. Τα παρακάτω διαγράμματα είναι ενδεικτικά και ανησυχητικά:
1. Το μερίδιο των τεσσάρων μεγαλύτερων ρυπαντών από την χρήση ορυκτών καυσίμων, το 2012, αναλογεί στο 58% των συνολικών παγκόσμιων εκπομπών. Πηγή: The Global Carbon Project
2. Οι χώρες της Νότιας Ασίας είναι καθοριστικές στη μελλοντική αύξηση ενεργειακής ζήτησης
Πήγη: International Energy Agency, 2013
"Κι εμένα τι με νοιάζει" ενδεχομένως θα σιγοτραγουδήσουμε, "εδώ έχει πάντα ήλιο"- μόνο που μερικές φορές χρειάζεται και λίγη συννεφιά. Το WWF Ελλάς, σε πλήθος εκθέσεών του, έχει επισημάνει τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στο καμάρι της χώρας, τον τουρισμό αλλά και τις αστικές περιοχές, τα δάση και τη γεωργία μας - αυξημένος κίνδυνος πυρκαγιών, συχνότερα επεισόδια καύσωνα, μείωση χειμερινών βροχοπτώσεων αλλά και αύξηση ραγδαίων βροχών είναι μερικές από αυτές. Το δύσκολο έργο της οικονομικής αποτίμησης αυτού του κινδύνου ανέλαβε, το 2011, η Τράπεζα της Ελλάδος. Η ζημιά, μάθαμε, για την ελληνική οικονομία κατά τη διάρκεια αυτού του αιώνα φθάνει τα 700 δις ευρώ, ποσό υπερδιπλάσιο του εθνικού μας χρέους το 2009.
Είμαστε χαμένοι από χέρι; Όχι. Πρόσφατη μελέτη της Caisse des Dépôts έδειξε πως η αύξηση της ηλεκτροπαραγωγής από καθαρές πηγές ενέργειας στην Ευρώπη στο διάστημα 2005-2011 (από 14% σε 20%) οδήγησε σε μείωση των εκπομπών CO2 κατά 500 εκατομμύρια τόνους - στην οικονομική κρίση αποδίδεται ένα σαφώς μικρότερο μερίδιο, περίπου 300 εκ. τόνων. Οι ΑΠΕ, το έχουμε πει επανειλημμένα, δεν αρκούν. Σημαντικό μέρος της λύσης είναι η ορθολογική χρήση ενέργειας και ο περιορισμός της κατανάλωσης.
Υπό το βάρος της οικονομικής ύφεσης, οι ευρωπαϊκές χώρες βρίσκονται σήμερα σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Μπροστά στο δίλημμα, η Δανία δεσμεύτηκε να μειώσει τις εκπομπές της κατά 40% το 2020 ενώ η Γερμανία προχωρά σε έναν εντυπωσιακό μετασχηματισμό του ενεργειακού της μοντέλου, εγκαταλείποντας την πυρηνική ενέργεια και θέτοντας στόχο συμμετοχής των ΑΠΕ στην κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας στο 35% (για το 2020). Αυτές είναι πλούσιες χώρες, θα σκεφτείτε. Εντάξει. Η γειτόνισσα Βουλγαρία, λοιπόν, αποφάσισε να απαγορεύσει πλήρως την εκμετάλλευση σχιστολιθικού αερίου (αέριο το οποίο βρίσκεται "παγιδευμένο" σε δύσκολα προσεγγίσιμα κοιτάσματα) ενώ η Πορτογαλία, σε σφιχτή αγκαλιά κι αυτή με την Τρόικα, κατέλαβε πρόσφατα την 6η θέση παγκοσμίως σε αξιολόγηση των κλιματικών της πολιτικών – δημοσιευμένη από την οργάνωση Germanwatch και το δίκτυο CAN-Europe.
Η Ελλάδα που βρίσκεται σε όλα αυτά; Ο Υπουργός ΠΕΚΑ τάχθηκε δημόσια υπερ της επανεξέτασης του ενεργειακού σχεδιασμού της χώρας με την υπόσχεση πως σύντομα θα καταστούμε ενεργειακός κόμβος της Ευρώπης. Καλό ακούγεται. Τα συστατικά της δικής μας συνταγής είναι σήμερα ο λιγνίτης και τα "πολλά υποσχόμενα" κοιτάσματα υδρογονανθράκων (τι πειράζει αν η εκμετάλλευση τους θέτει σε σοβαρό κίνδυνο το τουριστικό κεφάλαιο της χώρας, βλ. νησιά Ιονίου, Χαλκιδική, Κρήτη;). Διαρροές στον Τύπο ενίσχυσαν την αισιοδοξία μας, καθώς το νέο ενεργειακό μείγμα που οραματίζεται το ΥΠΕΚΑ θα περιλαμβάνει εισαγόμενο λιθάνθρακα, σχιστολιθικό αέριο και –γιατί όχι - πυρηνική ενέργεια. Και αν ο Υπουργός συχνά - πυκνά ευαγγελίζεται μια χώρα πρωτοπόρο στην εξοικονόμηση ενέργειας (μέσω εφαρμογών νανοτεχνολογίας…) οι πρόσφατες κινήσεις απαξίωσης του κατεξοχήν φορέα έρευνας στον τομέα της αποδοτικότητας (ΚΑΠΕ) άλλα δείχνουν.
Ξεκινήσαμε το άρθρο αυτό κάνοντας ένα βήμα πίσω, για να εξετάσουμε τα θεμελιώδη της κλιματικής αλλαγής. Δυστυχώς, οι πολιτικές της σημερινής κυβέρνησης παραπέμπουν ευθέως σε δόγματα της δεκαετίας του '50 και του '60, δηλαδή στο σημείο εκκίνησης της ελληνικής ενεργειακής πολιτικής. Αυτή η ηγεσία θα κληθεί σε λίγες ημέρες να αναλάβει τα ηνία της ΕΕ, ως προεδρεύουσα χώρα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και να φροντίσει, μεταξύ άλλων, για τον δίκαιο επανασχεδιασμό του συστήματος εμπορίας ρύπων, την εφαρμογή της νέας οδηγίας για την ενεργειακή αποδοτικότητα και την καταπολέμηση της ενεργειακής φτώχιας. Ας κρατήσουμε μικρό καλάθι...